Κατεβάστε το άρθρο ως αρχείο PDF κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:
ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ_ΠΑΛΑΙΑΣ_ΔΙΑΘΗΚΗΣ.pdf | |
File Size: | 1142 kb |
File Type: |
Κύρια στοιχεία που μας βεβαιώνουν για την αξιοπιστία της Παλαιάς Διαθήκης.
Πρόλογος
Η παρούσα εργασία γίνεται στο πλαίσιο της αναζήτησης αλλά και της απολογητικής για το μείζον θέμα της αξιοπιστίας της Παλαιάς Διαθήκης. Ως τελειόφοιτος πλέον της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ, μου ζητήθηκε να κάνω μια εργασία και στη συνέχεια να γίνει μια παρουσίαση του θέματος στο θρησκευτικό κανάλι Apokalipsi Web Tv. Ο τρόπος που θα γίνει η εργασία είναι με βάση τα ακαδημαϊκά πρότυπα, δηλ. με συγγράμματα καταξιωμένων καθηγητών, σε προπτυχιακό όμως επίπεδο. Ελπίζω να καταφέρω, με τις λίγες γνώσεις που έχω, να ανταποκριθώ στο δύσκολο αυτό έργο και εύχομαι να γίνει μια ευλογία σε όποιον το διαβάσει. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω πρώτα από όλα, την καθηγήτρια μεταδιδακτορικού της Παλαιάς Διαθήκης κ. Χρυσοβαλάντη Παπαναστασοπούλου, η οποία, παρ’ ότι η παρούσα εργασία δεν ανήκει στο πλαίσιο των σπουδών μου, ανέλαβε να την αξιολογήσει. Ακόμη θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συμφοιτητές μου, Μαρίνο Κράππα και Στέφανο Πέππα, που με βοήθησαν με την αποδελτίωση κάποιων κομματιών της εργασίας, επίσης τη Μαρία Πάλλη, που με βοήθησε με την πληκτρολόγηση μεγάλου μέρους της εργασίας, και τέλος την αδελφή εν Χριστώ Τιτίκα Χαραλαμπάκη – Φιλιππαίου, για τη διόρθωσή της σε γραμματική και συντακτικό. Φυσικά, πάνω από όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, που είναι Αυτός που μου χάρισε τα πάντα.
Μετά τιμής Γ .Κ.Σ.
Εισαγωγή
Για να μπορέσουμενα έχουμε μια σφαιρική εικόνα του θέματος θα πρέπει να μπούμε σε διάφορους χώρους της Θεολογίας και της έρευνας. Η εργασία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα ασχοληθούμε με αυτά που αφορούν στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης όπως: ο όρος «Διαθήκη», ο όρος «Καινή Διαθήκη» και πώς προέκυψε ο όρος αυτός, τι σημαίνει ο όρος «Τανάκ» και από πού προέρχεται. Ακόμη θα δούμε τον όρο «Αγία Γραφή» ή αλλιώς «Βίβλος» και την ετυμολογία του. Στη συνέχεια θα κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Μασωριτικού Κειμένου και μετά θα περάσουμε στις Μεταφράσεις που προέκυψαν στην πορεία του κειμένου μέσα στον χρόνο. Αυτές είναι: η Σαμαρειτική Πεντάτευχος, τα Ταργκουμίμ, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα (ΕλληνικάΟ ́ήΛατινικάLXX) και οι Μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και του Θεοδοτίωνα, τα Εξαπλά του Ωριγένη και τέλος οι Λατινικές Μεταφράσεις. Το πρώτο μέρος θα το κλείσουμε με ένα επιμέρους συμπέρασμα. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με την Αρχαιολογία. Ξεκινώντας θα δούμε κάποια πράγματα που αφορούν στη Βιβλική Αρχαιολογία και στη συνέχεια θα περάσουμε σε εξω βιβλικές, όπως ονομάζονται, μαρτυρίες. Θα αναφερθούμε σε τρεις, που είναι οι πιο αξιόλογες μέχρι σήμερα, και οι οποίες είναι: Η επιγραφή του Καρνάκ και η στήλη της Μεγιδδώ, η επιγραφή του Tel Dan, και, τελευταίο, το όστρακο του Khirbet Qeiyafa. Αμέσως μετά θα δούμε τα αρχαιολογικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία είναι: Ο κύλινδρος του βασιλιά Κύρου και το βασίλειο των Περσών, το εξαγωνικό πρίσμα του βασιλιά Σεναχειρείμ, το υδραγωγείο του Εζεκία, οι πλάκες της Έμπλα και η Ουρ των Χαλδαίων, ενώ θα αφήσουμε έξω τις επιστολές της Λαχείς που θα είχαν αρκετό ενδιαφέρον για τη μελέτη μας, αλλά το αφήνουμε για την επόμενη μελέτη, Θεού θέλοντος. Σ’ εκείνο το σημείο θα καταλήξουμε πάλι σε ένα επιμέρους συμπέρασμα, ώστε στο επόμενο, τρίτο κεφάλαιο και τελευταίο μέρος της εργασίας μας, να δούμε τι έχουν να μας πούνε τα ΧειρόγραφατουΚουμράν,πουείναιησημαντικότερη ανακάλυψητου20ουαι.γιατο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, και όχι μόνο, ώστε να καταλήξουμε πλέον σε ένα επιμέρους και σε ένα γενικό συμπέρασμα.
Μέρος Α ́
Ο όρος«διαθήκη»,(בִריתְּ εβρ.) Μπερίτ.
Ο όρος «Μπερίτ», που στα ελληνικά σημαίνει «διαθήκη», στην Παλαιά Διαθήκη, είναι η συμφωνία μεταξύ δύο (Θεού και ανθρώπου) ή (ανθρώπου και ανθρώπου), μεταξύ ενός ισχυρότερου και ενός ασθενέστερου. Ή την παρέχει ο πρώτος στον δεύτερο ή την επιβάλλει.
Ο Θεός συνάπτει διαθήκη πρώτη φορά με τον Νώε, μετά τον Κατακλυσμό, έπειτα με τους Πατριάρχες (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ) και μετά με τον Μωυσή1, η οποία Διαθήκη καθορίζει διαπαντός τη σχέση Του με τον άνθρωπο (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σσ. 27-28).
Ο όρος «Παλαιά Διαθήκη».
Ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» οφείλεται στον Απ. Παύλο, ο οποίος έγραψε: «επειδή, μέχρι σήμερα μένει το ίδιο κάλυμμα κατά την ανάγνωση της παλαιάς διαθήκης, που δεν ανασηκώνεται, επειδή, διαμέσου τού Χριστού καταργείται». Έτσι επικράτησε ο όρος στην Εκκλησία για να δηλώσει τη συλλογή των Ιερών βιβλίων των Ιουδαίων, τα οποία είναι κείμενα θείας αποκαλύψεως και έγιναν δεκτά από τους χριστιανούς «ως γραφές που συστάθηκαν κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος» (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σσ. 28-29).
Ο όρος «Καινή Διαθήκη».
«Καινή Διαθήκη» ονομάζεται γιατί τη θέση του αίματος του ζώου, που χρησιμοποιείτο στην Π.Δ., την παίρνει το αίμα του Υιού του Θεού και Λόγου, που ενανθρώπησε και πέθανε επάνω στον Σταυρό και με αυτόν τον τρόπο σφράγισε αυτήν την Καινούργια Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπου. 3 Ο Ίδιος ο Χριστός, λοιπόν, είναι Αυτός που συνάπτει την Καινούργια Διαθήκη με τους ανθρώπους: «Και γι' αυτό είναι μεσίτης καινούργιας διαθήκης, ώστε, διαμέσου τού θανάτου, που έγινε για απολύτρωση των παραβάσεων κατά την πρώτη διαθήκη, να πάρουν την υπόσχεση οι καλεσμένοι τής αιώνιας κληρονομιάς» (Εβρ. 9:15).
O όρος «Τανάκ»
Με τον όρο «Τανάκ» δηλώνεται η Ιερή Βίβλος της Συναγωγής των Ιουδαίων στην εβραϊκή γλώσσα. Επειδή δεν αναγνωρίζουν τον Ιησού ως τον Μεσσία και ταυτόχρονα την Καινή Διαθήκη, δεν ομιλούν περί Παλαιάς. Το αρκτικόλεξο ΤΑΝΑΚ (Εβρ. תנ״ך). σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των λέξεων των τμημάτων από τα οποία αποτελείται:
- )תורה .Τορά (ο Νόμος, Εβρ •
- )נביאים .Νεβιείμ (οι Προφήτες, Εβρ •
- • Κετουβείμ (τα Αγιόγραφα ή Γραπτά, Εβρ. כתובים) (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σ. )
Ο όρος «Αγία Γραφή-Βίβλος»
Με τους όρους ̈Γραφή ̈, ̈Γραφαί ̈, ̈Ιερά Γράμματα ̈, ̈Γραφαί Άγιαι ̈ δηλώνεται στη χριστιανική γραμματεία του α ́ αι. μ.Χ. η συλλογή των Ιουδαϊκών Θρησκευτικών Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στην αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. Στην Καινή Διαθήκη τα επιμέρους αυτά έργα ονομάζονται ως ̈Βίβλοι ̈ ή ως ̈Βιβλία. ̈4
Σαράντα περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Βηρυτού, που τον 2ο αι. π.Χ. ήταν στην κατοχή της Αιγύπτου, διακινούνταν τα προϊόντα των παπύρων, που εκείνη την εποχή τα χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη. Το εσωτερικό του καλαμιού που μεγαλώνει στις όχθες του Νείλου το έκοβαν σε λωρίδες που τις έπλεκαν σταυρωτά και μετά τις πίεζαν για να γίνει μία λεπτή επιφάνεια ώστε να μπορούν σε αυτή να γράψουν. Αυτό το εσωτερικό του καλαμιού, στα αρχαία αιγυπτιακά ονομαζόταν ̈γκουμπλά ̈, ενώ στα αρχαία ελληνικά ̈Βύβλος ̈ με ̈υ ̈. Το εξελληνισμένο όνομα σε μεταγενέστερη και πιο απλή γραφή γίνεται Βίβλος με ̈ι ̈. Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. τα κείμενα αυτά μεταφράστηκαν στα λατινικά, πήραν τον τίτλο ̈Biblia ̈ και επειδή στα Λατινικά τα ουσιαστικά ουδετέρου γένους στον πληθυντικό αριθμό και του θηλυκού γένους στον ενικό μοιάζουν, η λέξη ̈Biblia ̈ εξελήφθη ως θηλυκό και έτσι προέκυψαν οι λέξεις ̈Bible, ̈ ̈Bible, ̈ ̈Βίβλος ̈ κλπ. (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 22-23).
Για τον Φίλωνα (20 π.Χ. – 40 μ.Χ.), οι όροι «Ιεραί Βίβλοι, Βίβλοι Ιεραί ή Ιερόταται Βίβλοι» δηλώνουν την Πεντάτευχο, ενώ για τον Ιώσηπο (37/38-100 μ.Χ.) δηλώνουν την Πεντάτευχο ή ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη. Σήμερα με τους όρους ̈Αγία Γραφή ̈ και ̈Βίβλος ̈ εννοούμε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη μαζί, ως ένα και ενιαίο βιβλίο (ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Ν. Μ., 2003, σ. 47). Μαρκ.12:26,Λουκ.3:4,4:17,20:42.
Από τον 5ο αιώνα προ Χριστού ο Έσδρας, οι γραμματείς και οι Σοφερείμ ανέλαβαν την ευθύνη για την παράδοση του Ιερού Κειμένου.
Στη συνέχεια οι Ταναΐτες και οι Ταλμουδιστές,που έκαναν τις αντιγραφές των αρχαίων κειμένων, ήταν λογικό να έχουν κάνει και λάθη, όμως αυτά είναι κυρίως φιλολογικο-ορθογραφικής φύσης, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θίγουν τη θεοπνευστία της Γραφής. Τα σφάλματα αυτά, άλλες φορές είναι ακούσια και άλλες φορές εκούσια ή σκόπιμα. Τα ακούσια οφείλονται στα γράμματα που έχουν το ίδιο σχήμα,σε αναγραμματισμό, ακόμα και στη διττογραφία. Αυτά πολλές φορές οφείλονται στη μεταγραφή παλαιότερων βιβλίων, από την τριγωνική γραφή στην τετράγωνη.
Τα άλλα λάθη, που έγιναν εκούσια, οφείλονται σε θρησκευτικο-δογματικούς, πολιτικούς, εθνικούς και, κυρίως, σε καλολογικούς λόγους. Σε άλλες όμως περιπτώσεις οι αλλαγές αυτές οφείλονται στο ότι κάποιες δύσκολες λέξεις αντικαταστάθηκαν με πιο εύκολες και μπήκαν στο περιθώριο ως προσθήκη για διασάφηση του κειμένου.
Το Μασοριτικό κείμενο
Το Μασοριτικό κείμενο γράφτηκε στα Εβραϊκά, εκτός από κάποια μικρά τμήματα που γράφτηκαν στην Αραμαϊκή (Δανιήλ2:4β-7:28,και Έσδρας4:6-8,18& 7:12-26).
Την τελική του μορφή ο Κανόνας την πήρε στη Σύνοδο της Ιάμνειας, τέλος του πρώτου αιώνα και αρχές του δευτέρου (100-101 μ.Χ.). « ...με βάση ορισμένα κριτήρια, όπως τη θεοπνευστία, την ιερότητα, την αρχαιότητα, την αυθεντικότητα» (ΣΙΔΕΡΗ, ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2018, σ. 76).
Οι διάδοχοι των Ταναϊτών και των Ταλμουδιστών, από τον 6ο αιώνα μ.Χ., είναι οι Μασορίτες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι από την εβραϊκή λέξη Μασόρα ή Μασορέτ που σημαίνει «παράδοση». Οι Μασορίτες εργάστηκαν πολύ σκληρά στον έλεγχο και τον προσδιορισμό των χειρογράφων και επισήμαναν τις όποιες διαφορές και έκαναν διακρίβωση του αριθμού των στίχων, των λέξεων αλλά και των γραμμάτων. «Κατά τους προγενέστερους χρόνους η κριτική αυτή εργασία παραδιδόταν προφορικά. Οι Μασορίτες την κατέγραφαν με διάφορες μορφές, ή των σύντομων σημειώσεων στο περιθώριο παραπλεύρως ή εντός των γραμμών του κειμένου (masora parva) ή των εκτενέστερων στο άνω και κάτω μέρος των γραφών (masora magna) με την κοινή ονομασία masora marginalis, σε αντίθεση με την masora finalis, που βρισκόταν τοποθετημένη στο τέλος κάθε βιβλίου ή ομάδες βιβλίων ή ολόκληρης της Π.Δ. με μορφή αυτοτελών συλλογών» (ΣΙΔΕΡΗ, ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2018, σ. 78). Επειδή το κείμενο είχε μόνο σύμφωνα και καθόλου φωνήεντα, από τον 8ο αιώνα προ Χριστού κάποια σύμφωνα χρησιμοποιήθηκαν ως φωνήεντα, τα οποία ονομάστηκαν matres lectionis, δηλ. «μητέρες ανάγνωσης». Για την αντιμετώπιση λοιπόν του προβλήματος οι Μασορίτες επινόησαν και στη συνέχεια τοποθέτησαν, από το 700 μ.Χ. και μέχρι το τέλος του 10ου αιώνα, τα φωνητικά αυτά γράμματα που ονομάζονται Μασοριτικά. Δύο είναι τα συστήματα: το υπεργεγραμμένο ή αλλιώς Βαβυλωνιακό ή Υεμενικό και το υπογεγραμμένο ή αλλιώς Τιβεριαδικό, το οποίο και επικράτησε. (ΣΙΔΕΡΗ, ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2018, σσ. 76-79).
«Από τη σχολή της Τιβεριάδος διακρίθηκαν, μεταξύ του 8ου και 10ου αιώνα μ.Χ., δύο σπουδαίες οικογένειες Μασοριτών: η μια του Ben Asher και η άλλη του Ben Naftali. Με την πάροδο του χρόνου επικράτησε το κείμενο του Ben Asher, το οποίο όμως δέχτηκε και την επίδραση του κειμένου του Ben Naftali και έτσι δημιουργήθηκε ένας ανάμεικτος τύπος κειμένου, ο οποίος αποτέλεσε το κοινώς παραδεδεγμένο κείμενο textus receptus, κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. Το κείμενο του Ben Asher σώζεται στον κώδικα του Λένινγκραντ (codex Leningradensis) του 1008 μ.Χ., περιέχει ολόκληρο το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και αποτελεί πλήρες αντίγραφο του κώδικα της Συναγωγής του Χαλεπίου (929 μ.Χ.). Το αρχαιότερο χειρόγραφο του κειμένου των Μασοριτών είναι ο κώδικας που περιέχει τους προφήτες και βρίσκεται στη Συναγωγή του Καΐρου, καθώς και ο προαναφερθείς κώδικας της Συναγωγής του Χαλεπίου, ο οποίος έχει εκτοπίσει όλα τα προμασοριτικά χειρόγραφα». (ΣΙΔΕΡΗ, ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2018, σ. 79).
«Η απουσία παλαιότερων – αρχαιότερων χειρογράφων οφείλεται στη συνήθεια των Ιουδαίων να αποσύρουν έγκαιρα τα παλιά και φθαρμένα αντίγραφα της Βίβλου από τη χρήση στη δημόσια λατρεία, να τα συγκεντρώνουν σε ειδική κρύπτη «γκενιζά» κρύβω, από την Αραμαϊκή λέξη «γκενάζ») της συναγωγής και τελικά να τα = גנז( θάβουν, ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση του κειμένου της σε καλή κατάσταση» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 60).
Στην Συναγωγή του Καΐρου ανακαλύφθηκαν και διασώθηκαν, στο δεύτερο μισότου19ου αι., μεγάλος αριθμός αποσπασμάτων που προέρχονται από τον 6ο και 8ο αι. μ.Χ. και βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Κέιμπριτζ και στην Bodleian, βιβλιοθήκη της Οξφόρδης (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 60).
Μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης.
Εκτός από την Τανάκ υπάρχουν και οι μεταφράσεις από άλλες θρησκευτικές ομάδες που διατήρησαν στην παράδοσή τους το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως οι Σαμαρείτες και η Κοινότητα του Κουμράν, για την οποία Κοινότητα θα γίνει λόγος παρακάτω,σε ξεχωριστή ενότητα. Ανάμεσα σ’αυτές τις μεταφράσεις βρίσκονται, η σαμαρειτική Πεντάτευχος και τα Ταργκουμίμ. Μετά έρχεται η Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο ́) και οι Μεταφράσεις των Ακύλα,Θεοδοτίωνα και του Συμμάχου. Ακόμη, υπάρχουν τα εξαπλά του Ωριγένη, η Αναθεώρηση του Λουκιανού, η Αναθεώρηση του Ησύχιου και οι λατινικές Μεταφράσεις, Vetus Latina (αρχαία λατινική) και η Vulgata (=κοινή). Υπάρχουν ακόμα και οι Συριακές Μεταφράσεις, οι Κοπτικές, η Αιθιοπική, η Αρμενική, η Γεωργιανή, η Σλαβονική και τέλος η Γοτθική Μετάφραση (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 65-103). Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν γίνεται να κάνουμε αναφορά σε όλες αυτές, όμως θα δούμε τις περισσότερες για να μπορέσουμε να έχουμε μια ικανοποιητική εικόνα.
Σαμαρειτική Πεντάτευχος
«Η ιστορία της Σαμαρειτικής Πεντατεύχου αρχίζει, εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, προς το τέλος του 2ου αι. π.Χ. Θα έλεγε κανείς ότι η Σαμαρειτική Πεντάτευχος είναι ένα εκσυγχρονισμένο, ομαλοποιημένο και κάπως διευρυμένο κείμενο σε σύγκριση με το Μασοριτικό κείμενο. Για παράδειγμα, μία ολοφάνερη παρεμβολή είναι η προσθήκη μιας δέκατης εντολής που τους έδωσε τη δυνατότητα να τελούν τη λατρεία τους χωριστά στο όρος Γαριζίν. Το πέτυχαν αυτό συνδυάζοντας τις δύο πρώτες εντολές σε μία και έπειτα προσθέτοντας κείμενα από τα εδάφια του Δευτερονομίου, 11:29, 27:2-3, 28:4-7 και 11:30, μετά την τελευταία εντολή του εδαφίου της Εξόδου 20:17. Έτσι, το υλικό από το Δευτερονόμιο 28:4 -7 και 11:30 έγινε η Δέκατη Εντολή για τους Σαμαρείτες» (KAIZER, 2005, σ. 68).
Η Βίβλος της Κοινότητας της Σαμάρειας περιλάμβανε μόνο τα πέντε πρώτα βιβλία του Νόμου, αυτό που ονομάζουμε Πεντάτευχο. Έχει περίπου 6000 διαφορές από το Μασοριτικό κείμενο, από τις οποίες οι πιο πολλές είναι ορθογραφικές ή γλωσσικές και διαφοροποιήσεις που οφείλονται σε αλλαγές σύμφωνα με τη λατρεία και το δίκαιο της Κοινότητας (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 66).
Τα Ταργκουμίμ
Η μετάφραση της Βίβλου στην Αραμαϊκή ονομάζεται «Ταργκουμίμ» (πληθ.) και «Ταργκούμ» (εν.) που σημαίνει «μετάφραση – ερμηνεία». Στην αρχή, αυτή η μετάφραση γινόταν προφορικά για τις ανάγκες της λατρείας της Κοινότητας σε κατανοητή γλώσσα και αργότερα προέκυψαν οι γραπτές, που βαθμιαία κάποιες από αυτές απέκτησαν την ίδια αυθεντία με το πρωτότυπο. Δύο τύποι μεταφράσεων υπάρχουν και σ’ αυτήν την περίπτωση. Ο ένας, της Μεσοποταμίας, που ήταν σύμφωνα με την «ραβινική αντίληψη περί πιστής απόδοσης του πρωτοτύπου» και ο άλλος, της Παλαιστίνης, που ήταν πιο ελεύθερος. «Τα δύο αυτά Ταργκουμίμ εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από την κυρίαρχη παράδοση και θεωρήθηκαν ότι αποδίδουν αυθεντικά το πρωτότυπο κείμενο της Βίβλου» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 69-70).
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο ́).
Την εποχή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (285-247 π.Χ.) και σύμφωνα με την επιστολή Αριστέα, αφού παρακινήθηκε από τον Δ. Φαληρέα, ο βασιλιάς της Αιγύπτου ζήτησε από τον Ελεάζαρο, αρχιερέα την εποχή εκείνη στην Ιερουσαλήμ, να στείλει επιτροπή από 72 ελληνομαθείς Εβραίους, έξι από κάθε φυλή, να μεταφράσουν αρχικά το βιβλίο του Νόμου (Πεντάτευχο) φέρνοντάς το μαζί τους. (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σ. 435).
«Η όλη διήγηση είναι θρύλος που αποβλέπει σε έξαρση της σπουδαιότητας της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Ο Kahle πιστεύει ότι ο θρύλος αυτός προπαγανδίζει υπέρ μιας μετάφρασης του Νόμου, η οποία κατά τον χρόνο συγγραφής της επιστολής, εισήχθη ως υποδειγματικό κείμενο για αντικατάσταση των υπαρχουσών διαφόρων μεταφράσεων της Τορά, των οποίων γινόταν πολύχρονη χρήση. Περαιτέρω ο Kahle θεωρεί πιθανό ότι ήδη από την 4η εκατονταετηρίδα π.Χ. γίνονταν οι πρώτες ελληνικές μεταφράσεις της Τορά. Ιστορικά μεν ο χρόνος γένεσης της Ελληνικής Μετάφρασης της Τορά πρέπει να είναι τα μέσα της 3ης εκατονταετηρίδας π.Χ., ο δε τόπος αυτής η Αλεξάνδρεια, η έδρα της σπουδαιότατης διασποράς των κοινοτήτων σε ελληνικό χώρο. Αλλά κι αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θρύλου περιέχει κάποια ιστορικά στοιχεία και μάλιστα ότι πολλά πρόσωπα μετείχαν στο μεταφραστικό έργο (Ο αριθμός όμως 72 φέρει τη σφραγίδα της επίνοιας) και ότι αρχικά μεταφράστηκε και απόλαυσε επίσημη αναγνώριση η Πεντάτευχος. Αυτά εύκολα μπορεί κάποιος να τα διαβλέψει στον Θρύλο» (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σ. 436).
Εκτός από την επιστολή του Αριστέα, ο πρόλογος της Σοφίας Σειράχ δείχνει ότι υπήρχε πριν το τέλος του 2ου αι. π.Χ. ελληνική μετάφραση όλης της Π. Διαθήκης ή τουλάχιστον των σημαντικότερων τμημάτων της. Από τον 2ο αι.π.Χ.έως και τον4ο αι. μ.Χ. έχουν συντελεστεί αρκετές μεταβολές στις λεπτομέρειες, αλλά δεν έχουν επηρεάσει σοβαρά την ουσία του περιεχομένου.
Σύμφωνα πάντα με την επιστολή του Αριστέα, η μετάφραση είχε αναγνωρισθεί από τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας, καθώς και από τους Εβραίους συγγραφείς Φίλωνα και Ιώσηπο, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν. Οι Ιουδαίοι, μακριά από την πατρογονική εστία τους, έχαναν την επαφή με τη μητρική τους γλώσσα, την εβραϊκή, και χάρη στην Ελληνική Μετάφραση διατηρήθηκε και εξαπλώθηκε ο Ιουδαϊσμός, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να μελετούν και να μένουν πιστοί στον Νόμο και στις άλλες Γραφές. Και επειδή την εποχή εκείνη στον τότε γνωστό κόσμο κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα ήταν πολύ εύκολο η Ελληνική Μετάφραση της Π. Διαθήκης να διαδοθεί σε όλους και να γίνει δεκτή και από τους Χριστιανούς σαν Αγία Γραφή της Εκκλησίας.
Η αποδοχή της μεταφρασμένης Π. Διαθήκης από τους Χριστιανούς είχε σαν συνέπεια την απομάκρυνση των Εβραίων από τη Μετάφραση των Ο ́. Οι λόγοι της απομάκρυνσης ήταν η χρησιμοποίηση χωρίων από τους χριστιανούς, τα οποία οι Εβραίοι δεν θεωρούσαν αδιάβλητα, λόγω ανεπιτυχών μεταφράσεων, παρ ’ όλο που η μετάφραση έγινε από Εβραίους. Υπήρχαν βέβαια και οι προσθήκες των πρώτων Χριστιανών στο μεταφρασμένο κείμενο, με αποτέλεσμα οι Εβραίοι να μην το δέχονται.
Επίσης, στατέλη του1ου αι.μ.Χ.ο Κανώντης Π.Διαθήκης είχε σταθεροποιηθεί από τους λόγιους Εβραίους στην Παλαιστίνη. Η Μετάφραση των Ο ́ περιλάμβανε βιβλία και τμήματα που δεν ανήκαν στον Παλαιστινόν Κανόνα και κάποιες φορές ακολουθούσε διαφορετικό εβραϊκό κείμενο. Αυτή η προσπάθεια της επικράτησης του Κανόνα της Παλαιστίνης καθιερώθηκε σε όλη τη Διασπορά και η Μετάφραση των Ο ́ έχασε το κύρος της.
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., ο ραβίνος Ακίμπα ερμήνευσε το Ιερό Κείμενο δίνοντας υπερβολική έμφαση σε κάθε γράμμα, σε κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε παράδοξα συμπεράσματα. (HANHART, RAHLFS, 2006, pp. LXIII-LXIV)
Η Μετάφραση του Ακύλα.
Ο Ακύλας έζησε στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. και καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ειδωλολάτρης που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και μετά μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. Ένας από τους διδασκάλους του ήταν ο Ραβί Ακίμπα. « Το μεταφραστικό έργο του Ακύλα εκφράζει τις ιουδαϊκές αντιλήψεις της εποχής για την κατά γράμμα θεοπνευστία του βιβλικού κειμένου και υπήρξε το αποκορύφωμα ανάλογων προσπαθειών της Συναγωγής για αναθεώρηση του ελληνικού κειμένου της Τανάκ, προκειμένου αυτό να αποδίδει πιστότερα το εβραϊκό πρωτότυπο» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 81).
Έκανε τόσο μεγάλη προσπάθεια να αποδώσει το κείμενο όσο πιο πιστά γινόταν, που έφτασε μέχρι το σημείο να ψάχνει λέξεις ελληνικές ομόηχες με τις εβραϊκές που μετέφραζε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη βγαίνει νόημα στα ελληνικά. Παρά ταύτα οι Ιουδαίοι εκτίμησαν το συγκεκριμένο έργο, με το οποίο ̈πολεμούσαν ̈ τους Χριστιανούς. Ίδιας εκτίμησης έτυχε και από τους Χριστιανούς (Ιερώνυμος – Ωριγένης) και σήμερα αποτελεί μια πολύτιμη πληροφορία για το κείμενο της Π.Δ., όμως το έργο χάθηκε και σώζονται μόνο αποσπάσματα σε Ιουδαϊκά και Χριστιανικά κείμενα. «Πιθανολογείται ακόμη ότι το κείμενο του βιβλίου του Εκκλησιαστή των Ο ́ προέρχεται από τον Ακύλα» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 81-82).
Η Μετάφραση του Θεοδοτίωνα.
Ο Θεοδοτίωνας είχε καταγωγή από την Έφεσο και ήταν σύγχρονος του Ακύλα. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, ήταν προσήλυτος Ιουδαίος και σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, Εβιωνίτης. Λίγες είναι οι πληροφορίες για το έργο του, όμως είναι κοινώς αποδεκτό ότι δεν έκανε εξ αρχής καινούργια μετάφραση, αλλά έκανε επεξεργασία σε παλιές αναθεωρήσεις της Ελληνικής Μετάφρασης, με σκοπό να δώσει μια μετάφραση πιο πιστή στο εβραϊκό κείμενο. « Στη σύγχρονη έρευνα η αρχαιότερη αυτή αναθεωρητική προσπάθεια, στην οποία φαίνεται να στηρίζεται και το έργο του Θεοδοτίωνα αναφέρεται με το όνομα ̈Πρωτο-Θεοδοτίων ̈ ή ̈Αναθεώρηση και γε ̈.7 Η παραπάνω υπόθεση στηρίζεται στη διαπίστωση ότι, βιβλικά παραθέματα, που αποδίδονται στον Θεοδοτίωνα, βρίσκονται σε έργα αρχαιότερα της εποχής του (Κ.Δ., Κλήμης Ρώμης, Ιουστίνος Μάρτυρας και Ειρηναίος) και ενισχύθηκε με την ανακάλυψη το 1953 στο Νάχαλ-Χεβέρ (κοντά στην Νεκρά Θάλασσα) ενός παπύρου (Göttinger Septuaginta- Unternehmen 943)8 που περιείχε αποσπάσματα από το Δωδεκαπρόφητον σε ελληνιική μετάφραση» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 83).
Σε αντίθεση με τον Ακύλα, η Μετάφραση του Θεοδοτίωνα σεβάστηκε περισσότερο την ελληνική γλώσσα και προσπάθησε να αποδώσει το εβραϊκό κείμενο όσο πιο καλά γινόταν, με αποτέλεσμα να εκτιμηθεί το έργο του σε τέτοιο σημείο , που η Μετάφρασή του στο βιβλίο του Δανιήλ να εκτοπίσει τη Μετάφραση των Ο ́ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 83).
Η Μετάφραση του Συμμάχου.
Ο Σύμμαχος έζησε τον 3ο αι. μ.Χ.. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Ιουδαίος που μεταστράφηκε στον Εβιωνιτικό Χριστιανισμό. Η μετάφρασή του ήταν εξ ολοκλήρου καινούργια, με πολύ καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Εκτός από τον Λουκιανό, τη χρησιμοποίησε και ο Ιερώνυμος στη Μετάφραση της Βουλγάτα. Και αυτή η Μετάφραση έχει χαθεί, όμως διασώζονται κάποια αποσπάσματα στα Εξαπλά του Ωριγένη (ΧΑΣΤΟΥΠΗΣ, 2017, σ. 440).
« Το κείμενο που τελικά παρήγαγε, με την ελευθερία του ύφους και την ποικιλία των αποδόσεων, έγινε περισσότερο αποδεκτό από τον ευρύτερο κύκλο ελληνόφωνων αναγνωστών απ’ ότι οι μεταφράσεις των προηγούμενων και επηρέασε σημαντικά το μεταφραστικό έργο του Ιερώνυμου. Βέβαια, το έργο του Συμμάχου, λόγω ακριβώς της ελευθερίας του, δεν προσφέρεται για την αποκατάσταση του εβραϊκού πρωτοτύπου της εποχής του, αποτελεί όμως πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της ερμηνείας» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 84).
Η Μετάφραση του Ωριγένη ( Εξαπλά).
Ο Ευσέβιος Καισαρείας παίρνοντας πληροφορίες από τον μαθητή το υ Ωριγένη, Πάμφιλο, ο οποίος ήταν δάσκαλός του, διασώζει πληροφορίες για τη Μετάφραση του Ωριγένη στο ΣΤ ́ βιβλίο της Εκκλ. Ιστορίας που συνέγραψε για το έργο και τη ζωή του Αλεξανδρινού θεολόγου. Πιθανότατα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια περί το 185 μ.Χ.. Ο πατέρας του, Λεωνίδης, που ήταν πιστός χριστιανός, τον οδήγησε στη χριστιανική πίστη. Σε μικρή ηλικία βαπτίστηκε και διακρίθηκε πολύ γρήγορα για τον πνευματικό του βίο αλλά και την επίδοσή του στα γράμματα (ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ, 2020).
«Το μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο τούτο έργο (Εξαπλά) άρχισε να το γράφει ο Ωριγένης πολύ νωρίς (217/8), αλλά το τελείωσε, ίσως, περί το 245 μ.Χ.. Με το έργο αυτό εγκαινιάζεται η κριτική του κειμένου της Γραφής. Για να φθάσει ο συγγραφέας στο κατά το δυνατόν αρχέτυπο κείμενο της Π.Δ. των «Ο ́» και κυρίως για να δείξει την καθαρότητα του κειμένου αυτού, παρέθεσε σε έξι παράλληλες στήλες, το εβραϊκό κείμενο, το εβραϊκό με χαρακτήρες ελληνικούς, τη Μετάφραση του Ακύλα, τη Μετάφραση του Συμμάχου, τη Μετάφραση των Ο ́ και τελευταία τη Μετάφραση του Θεοδοτίωνα. Σε μερικές περιπτώσεις οι στήλες ήταν λιγότερες (4) ή περισσότερες (7 ή 8), ανάλογα με τον αριθμό των μεταφράσεων που ήθελε τη συγκεκριμένη στιγμή (ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Σ. Γ., 2011, σ. 414).
Από την ταξινόμηση αυτή είναι φανερό ότι αναγνωρίζει το κύρος του πρωτότυπου κειμένου και όχι των Ο ́και γι’αυτό το παραθέτει πρώτο. Μετά βάζειτις Μεταφράσεις του Ακύλα και του Συμμάχου, επειδή απέδιδαν καλύτερα το πρωτότυπο. Στη συνέχεια βάζει τη Μετάφραση των Ο ́ και στο τέλος τη Μετάφραση του Θεοδοτίωνα, ως αναθεώρηση των Ο ́.
« Τα ̈ ́Εξαπλά ̈ του Ωριγένη προορίζονταν μόνο για τους μελετητές. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέει, στην επιστολή του προς τον Ιούλιο τον Αφρικανό, αποσκοπούσε στο να είναι αυτά κυρίως ένα όπλο στην πολεμική των Χριστιανών εναντίον των Εβραίων -που συνεχώς επικαλούνταν το εβραϊκό κείμενο της Π.Δ.- έτσι ώστε να δειχθεί ότι ο τρόπος που αυτοί αντιμετώπιζαν το κείμενο των Ο ́ στερείτο σοβαρότητας. Σκοπός των Εξαπλών ̈ ήταν να βοηθηθούν οι Χριστιανοί στην επιτυχή αντιμετώπιση των Εβραίων χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα όπλα, ώστε να κερδίσουν την εκτίμησή τους». (HANHART, RAHLFS, 2006, σ. LXX)
Παρ’ όλ’ αυτά, όταν χρησιμοποιούσε την Π.Δ. για τις ανάγκες της Εκκλησίας, διατηρούσε τη Μετάφραση των Ο ́ και, για να μπορεί αυτό να το δικαιολογήσει, χρησιμοποιούσε τη φράση: «μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου» (HANHART, RAHLFS, 2006, σ. LXX).
Οι λατινικές μεταφράσεις.
Η μεγάλη και γρήγορη εξάπλωση του χριστιανικού μηνύματος από τον 2 ο αι. μ.Χ. και μετά σε λαούς που δεν ήταν ελληνόφωνοι «μέσα κι έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» είχε ως αποτέλεσμα να μεταφραστεί η Βίβλος και σε άλλες γλώσσες της αρχαίας εποχής. Από τον 2ο αι. κιόλας οι περιοχές της Βορείου Αφρικής που μιλούσαν λατινικά απέκτησαν μεταφράσεις της Βίβλου. Συχνή χρήση από λατινική μετάφραση κάνει ο Τερτυλλιανός (155 - 240 μ.Χ.), ενώ ο Κυπριανός, επίσκοποςΚαρχηδόνας,τον αμέσως επόμενο αιώνα παραθέτει αποσπάσματα από μια αναθεωρημένη μετάφραση (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 88-89).
Απ ́ τη μελέτη των λατινόφωνων Πατέρων της Εκκλησίας μέχρι τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. εξάγεται το συμπέρασμα ότι υπήρχαν σε κυκλοφορία σε Ευρώπη και Β. Αφρική μεταφράσεις της Π.Δ., οι οποίες είχαν δεχθεί πολλές αναθεωρήσεις. Αυτές οι αναθεωρήσεις στη σύγχρονη έρευνα ονομάζονται ̈Vetus Latina ̈ (Αρχαία Λατινική) μέχρι τον 3ο αι. και μετά τον 4ο αι. ονομάζονται ̈Vulgata ̈(κοινή). « Η σημασία της Vetus Latina για τη σύγχρονη βιβλική έρευνα είναι τεράστια, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις διασώζει αναγνώσεις του ελληνικού κειμένου της Π.Δ. που είναι αρχαιότερες των γνωστών χειρογράφων των Ο ́» (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σ. 89).
Πολύ σημαντικό ρόλο για τις λατινικές μεταφράσεις έπαιξε ο Ιερώνυμος ( 345-420 μ.Χ.), ο οποίος προτιμούσε το εβραϊκό κείμενο της Π.Δ. (veritas hebraica ) και ήταν αυτός που εισήγαγε μια μετάφραση ̈νέου τύπου ̈ που δημιούργησε τη Vulgata. (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, pp. 89-90).
«Ο Ιερώνυμος αναθεώρησε αρχικά τις αρχαίες λατινικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής (Vetus Latina), στηριζόμενος στα Εξαπλά του Ωριγένη. Αργότερα
προχώρησε σε καινούργια μετάφραση, ολόκληρης της Αγίας Γραφής, βασιζόμενος στις πρωτότυπες γλώσσες, την εβραϊκή και την ελληνική. Η μετάφραση αυτή ονομάστηκε
Vulgata (Κοινή -Δημώδης). Προλόγισε όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής, ενώ εκπόνησε
ερμηνευτικά υπομνήματα στα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής
Διαθήκης» (ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, 2014, pp. 124-125).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκτός των μεταφράσεων που είδαμε συνοπτικά, υπήρξαν και άλλες αρχαίες μεταφράσεις όπως:
• Οι Συριακές (περί τον 3ο αι. μ.Χ., που ονομάστηκαν ̈Πεσιττά ̈ =απλή).
Οι Κοπτικές Μεταφράσεις, με « αποσπάσματα μεταφράσεων στη Σαχιδική διάλεκτο, μαρτυρούνται ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ.»
Η Αιθιοπική Μετάφραση, μεταξύ 4ου & 6ου αι. μ.Χ.
Η Αρμενική Μετάφραση, ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ.
Η Γεωργιανή (τέλη του 4ου αι. μ.Χ.)
Η Σλαβονική Μετάφραση του Κύριλλου και Μεθόδιου, κοντά στον 9ο αι.
Αραβικές μεταφράσεις που βασίζονται στο συριακό κείμενο ή και στο
ελληνικό.
Η Γοτθική Μετάφραση, όπου ο επίσκοπος Ουλφίλας, σύμφωνα με την παράδοση, μετέφρασε τη Βίβλο, εκτός των βιβλίων των Βασιλέων, στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ.
Η μετάφραση της Βίβλου μέσα στη Συναγωγή αλλά και μέσα στην Εκκλησία
του Χριστού δεν σταμάτησε ποτέ. Από τον 18ο αι. και μετά, ιδρύονται συνέχεια εταιρείες σε ολόκληρο τον κόσμο που έχουν στόχο τη μετάφραση αλλά και τη διάδοση
της Βίβλου σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια
έχουν οι « Ηνωμένες Βιβλικές Εταιρείες», στις οποίες μετέχουν οι Βιβλικές Εταιρείες
των διάφορων χωρών του κόσμου (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 2014, σσ. 93-103).
Συμπέρασμα
Φτάνοντας στο τέλος του πρώτου μέρους της παρούσας εργασίας, θα κλείσουμε την ενότητα με τα αυτούσια λόγια της καθηγήτριας της Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (του ΕΚΠΑ) και Καθηγήτρια εβραϊκής γλώσσας, κ. Ελένης Παπακώστα – Χριστινάκη: «Κατά την περίοδο, περίπου 400 π.Χ. – 130 μ.Χ.,
παρατηρείται η με σεβασμό αντιγραφή των κειμένων της Π.Δ., αλλά και η επιμελημένη
και πιστή μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες. Η αραμαϊκής προελεύσεως τετράγωνη εβραϊκή γραφή κυριαρχεί εντελώς, όπως αποδεικνύεται και από τα περίφημα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης της κοινότητας του Κουμράν9 περί το 100 π.Χ. μέχρι το 130 μ.Χ., τα οποία είναι κατά 1000 χρόνια περίπου αρχαιότερα από τα σημαντικά χειρόγραφα της Π.Δ., που ήταν γνωστά προ της ανακαλύψεως αυτής. Τα κείμενα αυτά είναι αφωνηεντίστα, παρ’ότι, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, χρησιμοποιούνται τα φωνήεντα. Η Σαμαρειτική Πεντάτευχος και η Ελληνική Μετάφραση των Ο ́, δεικνύουν ότι κατά βάση το εβραϊκό κείμενο της Π.Δ. δεν έχει
υποστεί μεγάλες μεταβολές. [...] Το Εβραϊκό Κείμενο της Π.Δ., όπως φαίνεται από τις ελληνικές Μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και του Θεοδοτίωνα, καθώς και από τη μεταγενέστερη λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου, αλλά και την όλη ραβινική παράδοση, παραμένει κατά βάση το ίδιο μέχρι την εποχή των Μασοριτών»
(ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2008, σσ. 57-58).
Για τα χειρόγραφα το Κουμράν θα γίνει αναφορά στην τρίτη ενότητα.
Μέρος Β ́
Σε αυτό το δεύτερο μέρος της εργασίας θα ασχοληθούμε με την Αρχαιολογία, τις μαρτυρίες δηλ. της αρχαιολογικής σκαπάνης και φυσικά με τη σημαντικότερη ανακάλυψη του 20ου αι., στο επόμενο μέρος, το τρίτο, με τα Χειρόγραφα της Κοινότητας του Κουμράν, όπως έχει αναφερθεί ήδη.
Βιβλική Αρχαιολογία
Υπάρχουν πολλοί όροι που χρησιμοποιούν οι ειδικοί για τον χαρακτηρισμό του αντικειμένου της Βιβλικής Αρχαιολογίας. Κάποιοι από αυτούς είναι: « Εβραϊκή Αρχαιολογία, Βιβλική Αρχαιολογία, Αρχαιολογία της Βίβλου, της Παλαιστίνης, του Ισραήλ, της Αγίας Γης, του πολιτισμού του Ισραήλ» κ.ά. Αυτό συμβαίνει διότι, αν, για παράδειγμα, πούμε «Βιβλική Αρχαιολογία», αφήνουμε έξω τα ευρήματα που ονομάζονται«εξωβιβλικά»καιμεαυτόντοντρόποδενθαέχουμεαυτό πουνοείταιως Βιβλική Αρχαιολογία. Ένα άλλο πρόβλημα είναι οι λαοί και οι χώρες που πρέπει να περιλάβουν οι ειδικοί (δες χάρτη). Από τη Μαυριτανία, την Αφρική, την Αίγυπτο μέχρι τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα, την Ιταλία και έως τα σύνορα της σημερινής Γαλλίας. (ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2001, σσ. 31-32).
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ
Θα ήταν απαραίτητο να αναφέρουμε ότι τη δεκαετία του ́90 διαμορφώθηκαν δυο τάσεις, από έναν έντονο επιστημονικό διάλογο, που είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετηθούν δύο καινούργιοι όροι, οι μινιμαλιστές και οι μαξιμαλιστές, για να δηλώσουν οι πρώτοι, την άρνησή τους για την ιστορικότητα του κειμένου της Π.Δ. και την υπεράσπισή του, οι δεύτεροι. Ενώ στην αρχή υπήρχε αποδοχή του κειμένου της Π.Δ. άνευ όρων, μετά από τη διαμόρφωση των τάσεων αυτών, άλλαξαν τα δεδομένα για καλύτερη και πιο προσεγμένη εξακρίβωση των πληροφορίων.
«Η ανάπτυξη της επιστήμης της Αρχαιολογίας στη γη της Παλαιστίνης αλλά και η δυνατότητα της απρόσκοπτης μελέτης των εξωβιβλικών πηγών οδήγησαν τους ερευνητές, θεολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους και κοινωνιολόγους στη διατύπωση αντικρουόμενων πολλές φορές απόψεων, οι οποίες καλλιέργησαν το έδαφος για περαιτέρω μελέτη και έρευνα της εποχής του ενιαίου βασιλείου του Ισραήλ. Η αναδρομή στη σχετική βιβλιογραφία παρακολουθεί τη βαθμιαία αυτή εξέλιξη στην έρευνα λαμβάνοντας υπόψιν κλασικά έργα της βιβλικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά κυρίως και πρωτίστως τις νεότερες εκείνες μελέτες που καλλιέργησαν τις προϋποθέσεις για περαιτέρω έρευνα των βιβλικών, εξωβιβλικών και αρχαιολογικών δεδομένων» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 14).
Φυσικά η παρούσα εργασία δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα όσα αναφέρθηκαν, άλλα θα σταθεί σε κάποια σημεία που θεωρούμε ορόσημο της Βιβλικής Αρχαιολογίας, με σκοπό, μαζί με την προηγούμενη ενότητα, να καταλήξουμε στο ποθητό αποτέλεσμα της αξιοπιστίας της Παλαιάς Διαθήκης.
Εξωβιβλικές μαρτυρίες
Θα ξεκινήσουμε τη μελέτη μας για την Αρχαιολογία από τις εξω βιβλικές μαρτυρίες,γιατί είναι αυτές οι οποίες έχουν τις περισσότερες αντιρρήσεις στο ότι δεν συμφωνούν με τις Βιβλικές μαρτυρίες. Η περίοδος που εξετάζεται σε αυτήν την ενότητα είναι αυτή του ενιαίου βασιλείου, κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. Όμως υπάρχει μεγάλη απουσία εξωβιβλικών μαρτυριών για τη συγκεκριμένη εποχή και αυτό, σύμφωνα με τον κύριο Καραγιάννη, οφείλεται «ενδεχομένως στην απουσία μεγάλων και επιβλητικών αυτοκρατοριών κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. Η απόπειρα εντοπισμού των εξωβιβλικών πηγών έφερε στο προσκήνιο την Αρχαιολογία, η οποία μελέτησε αποκαλυφθείσες επιγραφές, που με έμμεσο ή με άμεσο τρόπο σχετίζονταν με το ενιαίο βασίλειο του Ισραήλ, τους βασιλείς και τις πόλεις του» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 70).
Η επιγραφή του Καρνάκ και η στήλη της Μεγιδδώ.
Στους τοίχους του Ναού του Αμών, που βρίσκεται στο Καρνάκ, υπάρχουν καταγεγραμμένα 150 περίπου ονόματα πόλεων και χωριών που βρίσκονται στην Παλαιστίνη και που ο Φαραώ Σουσακίμ της 22ης Δυναστείας ή κατέκτησε ή κατέστρεψε, περίπου το 920 π.Χ. Το περιστατικό αυτό περιγράφεται στη Βίβλο, στα χωρία: Γ ́ Βασιλειών10 14:25-26 και Β ́ Χρονικών 12:1-14 «καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ πέμπτῳ βασιλεύοντος ροβοαμ ἀνέβη σουσακιμ βασιλεὺς αἰγύπτου ἐπὶ ιερουσαλημ καὶ ἔλαβεν πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τὰ δόρατα τὰ χρυσᾶ ἃ ἔλαβεν δαυιδ ἐκ χειρὸς τῶν παίδων αδρααζαρ βασιλέως σουβα καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ εἰς ιερουσαλημ τὰ πάντα ἔλαβεν ὅπλα τὰ χρυσᾶ» (1Βασ. 14:25-26).
«Και καθώς η βασιλεία τού Ροβοάμ στερεώθηκε και ενδυναμώθηκε, εγκατέλειψε τον νόμο τού Κυρίου, και ολόκληρος ο Ισραήλ μαζί του. Και τον πέμπτο χρόνο τής βασιλείας τού Ροβοάμ, ο Σισάκ, ο βασιλιάς τής Αιγύπτου, ανέβηκε εναντίον τής Ιερουσαλήμ, επειδή είχαν παρανομήσει στον Κύριο, μαζί με 1.200 άμαξες, και 60.000 καβαλάρηδες· και ο λαός που ήρθε μαζί του από την Αίγυπτο ήταν αναρίθμητος, Λίβυοι, Τρωγλοδύτες, και Αιθίοπες. Και αφού κυρίευσε τις οχυρές πόλεις, εκείνες στον Ιούδα, ήρθε μέχρι την Ιερουσαλήμ. Τότε ο προφήτης Σεμαϊας ήρθε στον Ροβοάμ, και στους άρχοντες του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του φόβου τού Σισάκ, και τους είπε: Έτσι λέει ο Κύριος: Εσείς με εγκαταλείψατε· γι' αυτό σας εγκατέλειψα κι εγώ στο χέρι του Σισάκ. Και οι άρχοντες του Ισραήλ και ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν, και έλεγαν: Δίκαιος είναι ο Κύριος. Και όταν ο Κύριος είδε ότι ταπεινώθηκαν, έγινε λόγος Κυρίου στον Σεμαϊα, λέγοντας: Αυτοί ταπεινώθηκαν· δεν θα τους εξολοθρεύσω, αλλά θα τους χαρίσω κάποια σωτηρία· και ο θυμός μου δεν θα εκχυθεί επάνω στην Ιερουσαλήμ διαμέσου τού Σισάκ· αλλ' όμως, θα γίνουν δούλοι του, για να γνωρίσουν τη δική μου δουλεία, και τη δουλεία από τις βασιλείες τής γης. Και ο Σισάκ, ο βασιλιάς τής Αιγύπτου, ανέβηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ, και πήρε τους θησαυρούς τού οίκου τού Κυρίου, και τους θησαυρούς τού παλατιού τού βασιλιά, πήρε τα πάντα· πήρε, ακόμα, και τις επιμήκεις χρυσές ασπίδες, που είχε κάνει ο Σολομώντας. Κι αντί εκείνων ο βασιλιάς Ροβοάμ έκανε χάλκινες επιμήκεις ασπίδες, και τις παρέδωσε στα χέρια των αρχόντων των σωματοφυλάκων, που φύλαγαν την είσοδο του παλατιού τού βασιλιά. Και όταν ο βασιλιάς έμπαινε στον οίκο τού Κυρίου, έρχονταν οι σωματοφύλακες, και τις έπαιρναν και τις έφερναν ξανά στο οίκημα των σωματοφυλάκων. Επειδή, λοιπόν, ταπεινώθηκε, αποστράφηκε απ' αυτόν ο θυμός τού Κυρίου, για να μη τους αφανίσει ολοκληρωτικά· για τον λόγο ότι, υπήρχαν ακόμα αγαθά πράγματα στον Ιούδα. Και ο βασιλιάς Ροβοάμ ενδυναμώθηκε στην Ιερουσαλήμ, και βασίλευσε· επειδή, ο Ροβοάμ ήταν ηλικίας 41 χρόνων όταν βασίλευσε, και βασίλευσε 17 χρόνια στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη που ο Κύριος είχε διαλέξει από όλες τις φυλές τού Ισραήλ, για να βάλει εκεί το όνομά του. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Νααμά, η Αμμωνίτισσα. Και έπραξε πονηρά, επειδή δεν προσήλωσε την καρδιά του στο να εκζητεί τον Κύριο» (Β ́ Χρ. 12:1-14).
Η επιστημονική κοινότητα εξέλαβε τη μαρτυρία ότι επιβεβαιώνει έμμεσα την ευημερία του μέχρι πρότινος ενιαίου βασιλείου. «Επιπλέον, στη Μεγιδδώ αποκαλύφθηκε θραύσμα μνημειώδους στήλης, το οποίο αναφέρει το όνομα του Σουσακίμ και τεκμηριώνει την επιγραφή του Καρνάκ» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σσ. 70 -71).
Στη συνέχεια οι διάφοροι μελετητές είχαν διαφορετικές απόψεις για το γεγονός ότι στις κατακτηθείσες πόλεις δεν υπήρχε το όνομα της Ιερουσαλήμ και πάνω σε αυτό το θέμα έγιναν διάφορες εργασίες από μεγάλους ερευνητές. Μια άποψη και μάλλον και η επικρατέστερη ήταν ότι, επειδή ο Ροβοάμ έδωσε τον απαιτούμενο φόρο στον Φαραώ, γι’ αυτό δεν γράφτηκε το όνομα της Ιερουσαλήμ στις κατακτηθείσες πόλεις. Η άλλη άποψη ήταν ότι η Ιερουσαλήμ ήταν μια μικρή και ασήμαντη πόλη και γι’ αυτό δεν υπάρχει εκεί γραμμένη ή, επειδή η επιγραφή έχει υποστεί φθορές με το πέρασμα του χρόνου, ίσως να σβήστηκε το όνομα της Ιερουσαλήμ, παρότι όμως υπήρχε «μια σειρά από πόλεις όπως η Βαιθ-σάν (Σκυθόπολις), η Ιεζραέλ, το Tell el Hamah, το Tel Rehov, η Μεγγιδώ και η Τανανάχ». Έτσι, συμπερασματικά ο κ. Καραγιάννης καταλήγει ότι «Σκοπός της εκστρατείας ήταν η επαναφορά της αιγυπτιακής επικυριαρχίας στην περιοχή. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, ο Αιγύπτιος Φαραώ εισέπραξε φόρο υποτέλειας από την πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ, αφήνοντάς την ανέπαφη και ανενόχλητος προέβη στην κατάληψη και καταστροφή των σημαντικότερων ισραηλιτικών οχυρών» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σσ. 71-75).
Η επιγραφή του Tel Dan
Το 1993 ανακαλύφθηκαν στην πόλη Dan συνολικά τρία θραύσματα από μια επιγραφή. Το μεγαλύτερο κομμάτι της επιγραφής, με 13 σειρές, και δύο μικρότερα κομμάτια που, παρά το γεγονός ότι, εάν ενωθούν μεταξύ τους, δεν ταιριάζουν ,όμως είναι πιθανόν ότι είναι η συνέχειά της.
https://www.biblicalarchaeology .org/daily/biblical-artifacts/artifacts-and-the-bible/the-tel-dan- inscription-the-first-historical-evidence-of-the-king-david-bible-story/.
Η στήλη Tel Dan, που περιέχει την επιγραφή Οίκος του« בית דוד Δαυίδ» παρείχε την πρώτη ιστορική μαρτυρία για τον βασιλιά Δαυίδ, εκτός από τη Βίβλο.
Αρχικά να πούμε πως υπάρχει διαφοροποίηση των ερευνητών για την ακριβή χρονολόγηση της επιγραφής. Άλλοι την τοποθετούν στον 9ο αι. και άλλοι στον 8ο αι. π.Χ. Μάλιστα, «ο Biran και ο επιγραφολόγος Naveh τοποθετούν την επιγραφή στον 9ο αιώνα. Σύμφωνα με την άποψή τους, η επιγραφή του Tel Dan καταγράφει τη νίκη ενός άγνωστου Αραμαίου βασιλιά επί ενός συνασπισμού δυνάμεων του βασιλείου του Ισραήλ και του οίκου Δαυίδ (בית דוד)» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 77).
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, οι εν λόγω ερευνητές υποστηρίζουν ότι το βιβλικό κείμενο έρχεται σε αντίθεση με αυτό που καταγράφει η επιγραφή, διότι στο βιβλικό κείμενο ο βασιλιάς του βόρειου βασιλείου Ιωράμ φονεύθηκε από τον Ιού (δηλ. δεν συμφωνούν οι χρονολογίες).
Κάποιοι άλλοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η στήλη επιβεβαιώνει την ύπαρξη της βασιλείας του Δαυίδ αλλά όχι τα όρια της επικράτειάς της. Η φράση ̈κλειδί ̈, όπως αναφέρει ο καθηγητής κ. Καραγιάννης, για το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων και των ιστορικών είναι η [Μπέτ Νταβίντ ̈Οίκος Δαυίδ ̈ (בית דוד)]. Η φράση μπορεί να αναγνωσθεί ως ( Οίκος Δαυίδ) αλλά και ως Μπέτ Ντόντ (Οίκος Αγαπημένος).
Ακόμη ο Mazar, βασισμένος σ’ αυτή τη φράση, αποδέχεται την αυθεντικότητα της στήλης και θεωρεί ότι, μετά τη διαίρεση του βασιλείου του Ισραήλ σε βόρειο και νότιο, το βασίλειο του Ιούδα «κατέστη ισχυρή κρατική οντότητα στα μέσα του 9ου αι. π. Χ.»15
Οι αντικρουόμενες, λοιπόν, απόψεις των ερευνητών δεν αφήνουν περιθώρια για μια ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων και έτσι, παρά τον ενθουσιασμό που επικράτησε στην αρχή της ανακάλυψης, σήμερα βρίσκεται σε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των ερευνητών (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σσ. 75-81).
Το όστρακο του Khirbet Qeiyafa.
Το Khirbet Qeiyafa βρίσκεται στην πεδιάδα της Σεφελά και, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ανάγεται στην περίοδο του 10ου με 9ου αι. π.Χ.
Οι αρχαιολόγοι εκεί ανακάλυψαν μια επιγραφή σχήματος τραπεζοειδούς 15Χ16,5 εκ.
«Σύμφωνα με το επίσημο αρχαιολογικό δελτίο του Πανεπιστημίου της Χάιφα, η επιγραφή αποτελεί την πιο πρώιμη γνωστή εβραϊκή γραφή» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 82).
Αυτή η ανακάλυψη αλλάζει τα δεδομένα για τη χρονολόγηση των κειμένων της Π.Δ. κάνοντας σαφές ότι η γραφή είχε αναπτυχθεί κατά τον 10 ο αιώνα στον λαό Ισραήλ και έμμεσα δηλώνει ότι ο πολιτισμός είχε ήδη αναπτυχθεί. Για κάποιους ερευνητές, η γραφή αυτή είναι πρωτοφοινικική, με αποτύπωση κάποιων εβραϊκών όρων και για άλλους δεν είναι απαραίτητα εβραϊκοί οι όροι,αλλά απαντούν και σε άλλες σημιτικές γλώσσες, άρα η άποψη πως ταυτοποιούν εβραϊκούς όρους είναι επισφαλής.
Ο Galil στη μελέτη του ̈The Hebrew Inscription from Khirbet Qeiyafa ̈ κάνει την υπόθεση ότι, εάν στην περιφέρεια της Ιερουσαλήμ υπήρχαν γραφείς, άρα σίγουρα θα υπήρχαν και στο κέντρο της πρωτεύουσας του βασιλείου και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τώρα μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήταν πολύ λογικό κατά την διάρκεια του 10ου αι. π.Χ., την εποχή του βασιλιά Δαυίδ, να υπήρχαν γραφείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να συγγράψουν ιστορικά και φιλολογικά κείμενα, όπως αυτά των Κριτών και των Βασιλέων» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 83). Συν ακόμα, ότι το κείμενο μας φανερώνει έμμεσα ότι υπήρχαν ξένοι ανάμεσα στον λαό Ισραήλ, οι οποίοι θα έπρεπε, σύμφωνα με την επιγραφή, να απολαμβάνουν τη μέριμνα του λαού (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σσ. 81 - 84).
Αρχαιολογικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν το κείμενο της Π.Δ.
Ο κύλινδρος του βασιλιά Κύρου και το Βασίλειο των Περσών.
Τη μεγάλη Αυτοκρατορία της Βαβυλώνας διαδέχεται η Περσική, απ’ τον Οίκο των Αχαιμνιδών. Αυτός που έμεινε στην ιστορία από τον Οίκο αυτόν είναι εκείνος που ονομάστηκε ̈Μέγας ̈, ο Κύρος ο Β ́, γιος του Κύρου του Α ́ και αδελφός του Καμβύση.17 Ο Κύρος ο δεύτερος αντιμετώπισε αρχικά τους Μήδους και, κατερχόμενος από τα βόρεια, αντιμετώπισε επίσης με επιτυχία τους Σκύθες αλλά και τους Ασσυρίους. Απ ́ το 614 π.Χ. και μέχρι το 539 π.Χ. κατέκτησε ακόμη τις Σάρδεις, τη Λυδία και την Ιωνία της Μικράς Ασίας, μέχρι που το 539 π.Χ. καταλαμβάνει και τη Βαβυλώνα. Το 538 π.Χ. εκδίδει το γνωστό Διάταγμα, το οποίο αναφέρεται στον Κύλινδρο , που επιτρέπει στον λαό Ισραήλ την επιστροφή στην Ιερουσαλήμ, όπου μετά δύο χρόνια ξεκινάει και η ανοικοδόμηση του Δεύτερου Ναού, του Ναού του Ζοροβάβελ. Πεθαίνει πριν καταλάβει την Αίγυπτο, το 528 π.Χ., το οποίο όμως το καταφέρνει ο διάδοχός του Καμβύσης (528-522 π.Χ.) και στη συνέχεια στον θρόνο έρχεται ο Δαρείος ο Α ́ (522- 486 π.Χ.), ο οποίος εκτείνει την Αυτοκρατορία από την Αίγυπτο μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Ο διάδοχός του, Ξέρξης Α ́ (485-465 π.Χ.), περνώντας από τον Ελλήσποντο κατακτάει τη Θράκη και στη συνέχεια προελαύνει προς την Ελλάδα. Οι μάχες των Περσών με τους Έλληνες διεξάγονται: στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ., το 480 π.Χ. στις Θερμοπύλες, επίσης το 480 π.Χ. έχουμε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και, τέλος, τη μάχη στις Πλαταιές το 479 π.Χ.. Από κει και πέρα ξεκινούν οι μεγάλες στιγμές της «παγκόσμιας Ιστορίας της Ελλάδος». Σε αυτήν την περίοδο πιθανόν αναφέρεται η διήγηση στο βιβλίο της Ρουθ18, όταν ο διάδοχος του Ξέρξη του Α ́, ο Αρταξέρξης (464-424 π.Χ.) «συνδέεται με την περίοδο δράσης των Έσδρα-Νεεμία και την προσπάθειά τους για την ανασύσταση, με την παλιννόστηση από την εξορία, Ιουδαϊκής κοινότητας στην Ιερουσαλήμ» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΚΟΥ ΙΣΡΑΗΛ , 2017, σσ. 178- 179).
Ακολουθούν: Ξέρξης Β ́(424-423 π.Χ.), Δαρείος Β ́ (423-404 π.Χ.) και αρχίζει σιγά-σιγά η παρακμή με τους: Αρταξέρξη Β ́( 404-359 π.Χ.), Αρταξέρξη Γ ́(359-338 π.Χ.), Αρταξέρξη Δ ́(338-336 π.Χ.). Τελευταίος βασιλιάς πριν τον Μ. Αλέξανδρο ήταν ο Δαρείος ο Γ ́ (336-330 π.Χ.), ο οποίος δεν μπορεί πλέον να αντισταθεί στη δύναμη του Έλληνα βασιλιά (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΚΟΥ ΙΣΡΑΗΛ , 2017, σσ. 179-180).
Το γεγονός αυτό έχει ήδη προφητευθεί στο βιβλίο του Δανιήλ19, κάτι που είναι άλλη μια ζωντανή μαρτυρία για την αξιοπιστία της Π.Δ.
Το εξαγωνικό πρίσμα του βασιλιά Σενναχειρείμ.
Πρόκειται για μια εξάπλευρη πέτρινη στήλη (εξαγωνικό πρίσμα) που ανακαλύφθηκε το 1830 από τον αρχαιολόγο Colonel Taylor στην τοποθεσία της σημερινής Μοσούλης στο Ιράκ, πριν ακόμη από την ανακάλυψη του παλατιού του Σενναχειρείμ από τον Layard στα ερείπια της αρχαίας Νινευή. Χρονολογείται το 686 π.Χ. και είναι το καλύτερα διατηρημένο ενεπίγραφο βαβυλωνιακό εύρημα και σήμερα βρίσκεται στο Oriental Institute στο Chicago.
Ρουθ 1:1-3.
Δαν. 10:20-21 & 11:5
Πολλά πράγματα μάθαμε για τους Ασσύριους βασιλείς από την ανακάλυψη 26.000 περίπου πλακών που βρέθηκαν στο παλάτι του βασιλιά Ασσουρμπανιμπάλ, ο οποίος ήταν αυτός που κατέκτησε το βόρειο βασίλειο του Ιούδα το 772 π.Χ. Οι πλάκες αυτές καταγράφουν πολλές από τις κατακτήσεις των Ασσυρίων. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι κάθε αναφορά που γίνεται στην Π.Δ. Ασσύριου βασιλιά είναι απόλυτα σωστή. Ακόμη και για τον Σαργών, που δεν ήταν γνωστός για χρόνια, βρέθηκε μια τοιχογραφία που απεικονίζει τη μάχη που αναφέρει το κεφ. 20 του προφήτη Ησαΐα. (McDowell, 1999, σ. 183). Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι το πρίσμα αναφέρει τον φόρο που πλήρωσε ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Εζεκίας στον Ασσύριο βασιλιά Σενναχειρείμ. Επίσης αναφέρεται ότι ο Σενναχειρείμ έλυσε για ανεξήγητο λόγο την πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Στο βιβλίο Β’ Βασιλέων 19:35 διαβάζουμε τον λόγο, για τον οποίο συνέβη αυτό.
Το υδραγωγείο του Εζεκία. (Β ́ΒΑΣΙΛΕΩΝ 20:20)
Το υδραγωγείο του Εζεκία: Σήραγγα που είχε κατασκευαστεί τον 7ο π.Χ. αιώνια για να αντιμετωπιστεί το θέμα της υδροδότησης της Ιερουσαλήμ σε περίπτωση πολιορκίας από τον Ασσύριο βασιλιά Σενναχειρείμ.
Την εποχή του Σιδήρου ΙΙ (ΕΣΙΙ) εμφανίζονται υδραγωγεία πόλεων. Όταν μια πόλη οχυρωνόταν, δεν ήταν μόνο το τείχος που είχε μεγάλη σημασία για την άμυνα της πόλης αλλά και τα αποθέματα νερού και τροφής. Έτσι στη Μεγιδδώ, στη Χαζώρ, στη Γαβαών και την Γκέζερ βρέθηκαν υδρευτικά έργα για τις ανάγκες των πόλεων, όχι μόνο εν καιρώ πολέμου άλλα και ειρήνης. Αυτήν την ίδια εποχή (ΕΣΙΙ) εφαρμόστηκαν τρεις διαφορετικές τεχνικές για την ύδρευση των πόλεων. Η πρώτη έφερνε το νερό της πόλης από πηγή εκτός των τειχών, η δεύτερη από πηγή εντός των τειχών και η τρίτη από τον υδροφόρο ορίζοντα της πόλης. « Η πρώτη τεχνική αποτυπώνεται στην αποκαλούμενη «Σήραγγα του Εζεκία» στην Ιερουσαλήμ (700 π.Χ.). Ειδικότερα, το αρχικό κανάλι, που έφερνε νερό από την πηγή Σηλωάμ, έπαψε να είναι ασφαλές, με αποτέλεσμα ο Εζεκίας να προβεί στη δημιουργία της προαναφερθείσας σήραγγας που μετάφερε νερό από την πηγή Γιχόν στο νότιο άκρο της Ιερουσαλήμ» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΚΟΥ ΙΣΡΑΗΛ , 2017, σσ. 262-263).
Οι πινακίδες της Έμπλα.
Οι πινακίδες της Έμπλα: Ανακαλύφθηκαν στη βόρεια Συρία το 1968. Περιέχουν την αρχαιότερη αναφορά της πόλης της Ιερουσαλήμ. Επίσης αναφέρονται στα Σόδομα, τα Γόμορρα και σε άλλες πόλεις καθώς επίσης περιέχουν και ονόματα της εποχής, που συναντούμε και στην Παλαιά Διαθήκη. Επίσης αναφέρεται και η Ουρ ως μια πόλη της Χαρράν.
Οι πινακίδες της Έμπλα (Tell Mardikh) βρέθηκαν στην περιοχή της Έμπλα, η οποία βρίσκεται 70χλμ. περίπου νοτιά της πόλης του Χαλεπίου, όπου αρχικά ανακαλύφθηκε ένας πύργος ενός λαμπρού ανακτόρου. Μέσα σ’ αυτόν τον πύργο βρέθηκαν 14.000+ πινακίδες και θραύσματα σε σφηνοειδή γραφή , η οποία ονομάστηκε Εμπλαϊκή. Οι πινακίδες αυτές περιλαμβάνουν κυρίως την εμπορική δραστηριότητα της πόλης, η οποία είχε δημιουργήσει μεγάλο δίκτυο εμπορίου στην εγγύς Ανατολή. Ακόμη βρέθηκαν ανάμεσα σε αυτά, κείμενα σχολικών μαθημάτων και ̈κρατικά ̈ κείμενα, που αφορούσαν τη δημόσια ζωή και το σύστημα της εποχής, και ακόμη βρέθηκαν κείμενα λογοτεχνίας με μυθολογικό και θρησκευτικό περιεχόμενο.
Σημαντικό όμως για τη μελέτη μας είναι ότι, σε κάποια κείμενα αναφέρονται διάφορες βιβλικές πόλεις, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα και η Ιερουσαλήμ. Επιπλέον αναφέρεται κάποιος Έβερ, ως πρόγονος του Αβραάμ, ο οποίος ήταν βασιλιάς της πόλης Έμπλα την εποχή τα ακμής της. «Παράλληλα επισημαίνεται ότι πολίτες της Έμπλα έφεραν τα ονόματα, Αδάμ, Ισραήλ, και Δαυίδ. (Γεν. 10-24-25). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μελέτη των κειμένων της Έμπλα καθίσταται αρωγός στην κατανόηση του ευρύτερου πολιτιστικού περιβάλλοντος της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και φυσικά του κειμένου της Π.Δ. (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΚΟΥ ΙΣΡΑΗΛ , 2017, σσ. 41-42).
Η Ουρ των Χαλδαίων.
Μέχρι το 1922, που ο L.C. Wooley την ανακάλυψε, η Ουρ ήταν μια άγνωστη πόλη. «Ζωντανή μαρτυρία της βασιλείας του κυβερνήτη της Ουρ, Ουρ -Ναμού (2112- 2095 π.Χ.) που ίδρυσε την Γ ́ Δυναστεία, συνιστούν τα Ζιγουράτ, τα οποία οικοδομήθηκαν σε διάφορες πόλεις. Το Ζιγουράτ της Ουρ αποκαλύπτει την τεχνοτροπία ανοικοδόμησής τους, με πλίνθους και με εξωτερική επένδυση από ψημένα τούβλα καλυμμένα με πίσσα» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΚΟΥ ΙΣΡΑΗΛ , 2017, σ. 112).
Η άγνοια για την Ουρ των Χαλδαίων την εποχή της Μετάφρασης των Ο ́ είχε ως αποτέλεσμα να μην αναφέρεται το όνομα της πόλης παρά μόνο ως «ώρα των Χαλδαίων», παρότι στο Μασοριτικό κείμενο αναφέρεται.
« Η διήγηση της προσπάθειας οικοδόμησης του Πύργου της Βαβέλ δεν φαίνεται πλέον εξωπραγματική μετά την ανακάλυψη των περίφημων Ζιγουράτ της Μεσοποταμίας, που ήταν τεράστιες κατασκευές σε επίπεδα, τα οποία στη βάση ήταν μεγαλύτερα και προς την κορυφή μίκραιναν. Το τελευταίο της κορυφής ήταν το μικρότερο σε έκταση επίπεδο, γιατί εκεί υπήρχε το ιερό του λατρευόμενου θεού»24 (ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2001, σ. 278).
Τέλος θα αναφέρουμε ακόμη κάποιες πληροφορίες για τη συμπλήρωση των εξωβιβλικών μαρτυριών από την Αρχαιολογία για να περάσουμε στην επόμενη ενότητα, που είναι τα Χειρόγραφα του Κουμράν και η θεοπνευστία της Βίβλου.
Η Π.Δ. δεν είναι ούτε βιβλίο Ιστορίας ούτε Αρχαιολογίας, όμως με όλα αυτά, τα οποία έχουμε εκθέσει μέχρι τώρα, μπορούμε να πούμε πως η Αρχαιολογία έχει φέρει στο ̈φως ̈ πολλά στοιχεία που την επιβεβαιώνουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Βέβαια για να πεισθεί κάποιος επάνω σε αυτό το θέμα απαιτείται πολύ ειδική αλλά και επιπλέον μεγαλύτερη μελέτη, κάτι που δεν είναι εφικτό στην παρούσα εργασία αφενός και αφετέρου τα σημεία τα οποία παραθέτουμε είναι αρκετά, αν κάποιος θέλει να πειστεί.
Στο Μουσείο της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ, υπάρχει πιστό αντίγραφο της στήλης του Ασσύριου βασιλιά Σλαμανάσσαρ ΙΙΙ (854π.Χ.), με ανάγλυφες παραστάσεις και γραμμένη σε σφηνοειδή γραφή, όπου περιγράφεται μια Συροπαλαιστινιακή συμμαχία του βασιλιά Αχαάβ του Ισραήλ και του βασιλιά Ben Hadad Α ́. «Η μάχη δόθηκε κοντά στο Καρκάρ και τον Ορόντη ποταμό με ήττα των ́συμμαχικών ̈ δυνάμεων. Στην Π. Διαθήκη δεν αναφέρεται τίποτα για αυτήν την μάχη. Λέγεται, όμως, ότι θα τιμωρηθεί ο Αχαάβ και θα παραδοθεί ο οίκος του στον εχθρό, διότι παρόργισε τον Θεό με τις αμαρτίες του (Α ́ Βασιλέων 21:21-22)»25 (ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2001, σ. 278)
Επίσης, στο Μουσείο της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ υπάρχει αντίγραφο της στήλης του Μεσά, ο οποίος ήταν βασιλιάς του Μωάβ. Όπως αναφέρει η κ. Χριστινάκη στο έργο της, το κείμενο,το οποίο εξιστορείται στη στήλη, «συμπληρώνει άριστα τα όσα λέγονται στην Π.Δ., στα χωρία Β ́Βασιλέων 3:4-27,διότι αναφέρεται στα ίδια γεγονότα αλλά από την πλευρά του Μεσά, βασιλέα του Μωάβ, ο οποίος στο κείμενο της στήλης καυχάται για τις επιτυχίες του ενάντια στον λαό Ισραήλ» (ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2001, σ. 278).
Και τέλος, από το 1929 και μετά ανακαλύφθηκαν κείμενα στη Ρας Σάμρα της αρχαίας Ουγαρίτ με την λατρεία του Βαάλ, που «μπορούσε να δώσει γονιμότητα σε γυναίκες, αγρούς, και σε ζώα». Πολύ γρήγορα η λατρεία του Βαάλ εξαπλώθηκε στην Εγγύς Ανατολή, μέχρι το σημείο που αυτή έφτασε μέσα στον Ναό του Σολομώντα και προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των προφητών για την επερχόμενη τιμωρία του Θεού (ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Ε. Π., 2001, σ. 279).
Συμπέρασμα
Σ’ αυτό το μέρος για συμπέρασμα θα κρατήσουμε τα λόγια του καθηγητή Θεολογίας και Αρχαιολογίας κ. Χρήστου Καραγιάννη που αναφέρει ως επίλογο στο βιβλίο του «Ιστορία του Αρχαίου Ισραήλ»: «Η αρχαιολογική έρευνα συνεχίζει το έργο της και ενδεχομένως επιφυλάσσει στο μέλλον νέες αποκαλύψεις. [...] Μέχρι τότε το βιβλικό κείμενο θα συνιστά τον μοναδικό ουσιαστικό μάρτυρα ενός ένδοξου παρελθόντος, που αποτυπώθηκε όμως συγγραφικά υπό συνθήκες εχθρικών απειλών και κατοχής, με σκοπό τη διαφύλαξη της πατρώας θρησκείας του Γιαχβισμού και τη
διατήρηση της εθνικής ενότητας του Ισραήλ» (ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΣΡΑΗΛ (η περίοδος του ενιαίου βασιλείου), 2012, σ. 163).
Μέρος Γ ́
Σε αυτό το τρίτο και τελευταίο μέρος της εργασίας μας θα δούμε τα Χειρόγραφα του Κουμράν και θα καταλήξουμε στο πολυπόθητο συμπέρασμά μας.
Τα Χειρόγραφα του Κουμράν
Από 1948 μέχρι το 1956 βρέθηκαν 11 σπηλιές στο Κιρμπέτ Κουμράν με σημαντικά χειρόγραφα του 1ου & 2ου αι. π.Χ. έως και του 1ου μ.Χ. αι. Η ύπαρξη εγκαταστάσεων και άλλων ευρημάτων ενισχύουν την άποψη πως πρόκειται για Κοινότητα. Εξαιτίας της τοποθεσίας ονομάστηκαν Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, τα οποία χειρόγραφα προφανώς χρησιμοποιούσε η κοντινή Κοινότητα του Κουμράν που υπήρξε μεταξύ 150 π.Χ.-68μ.Χ. Ο Ευσέβιος Καισαρείας (263-339μ.Χ.) κάνει αναφορά στον Ωριγένη σχετικά με την ύπαρξη χειρογράφων που ίσως να σημαίνει πως αυτά ήταν γνωστά μεταξύ ολίγων και κυκλοφορούσαν με άδηλο τρόπο.
« Τοσαύτη δὲ εἰσήγετο τῶι Ὠριγένει τῶν θείων λόγων ἀπηκριβωμένη ἐξέτασις,
ὡς καὶ τὴν Ἑβραΐδα γλῶτταν ἐκμαθεῖν τάς τε παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις φερομένας
πρωτοτύπους αὐτοῖς Ἑβραίων στοιχείοις γραφὰς κτῆμα ἴδιον ποιήσασθαι ἀνιχνεῦσαί τε τὰς τῶν ἑτέρων παρὰ τοὺς ἑβδομήκοντα τὰς ἱερὰς γραφὰς ἑρμηνευκότων ἐκδόσεις
καί τινας ἑτέρας παρὰ τὰς κατημαξευμένας ἑρμηνείας ἐναλλαττούσας, τὴν Ἀκύλου καὶ Συμμάχου καὶ Θεοδοτίωνος, ἐφευρεῖν, ἃς οὐκ οἶδ' ὅθεν ἔκ τινων μυχῶν τὸν πάλαι
λανθανούσας χρόνον ἀνιχνεύσας προήγαγεν εἰς φῶς· [6.16.2] ἐφ' ὧν διὰ τὴν
ἀδηλότητα, τίνος ἄρ' εἶεν οὐκ εἰδώς, αὐτὸ τοῦτο μόνον ἐπεσημήνατο ὡς ἄρα τὴν μὲν εὕροι ἐν τῆι πρὸς Ἀκτίοις Νικοπόλει, τὴν δὲ ἐν ἑτέρωι τοιῶιδε τόπωι·»
(ΖΑΡΡΑΣ, 2012, σ. 372).
Υπάρχει πεποίθηση πως αυτή η κοινότητα ήταν των Εσσαίων, αν και δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο πουθενά. Η παλαιογραφική έρευνα έδειξε πως το είδος των κειμένων αυτών βρίσκεται μόνο στην περιοχή αυτή και αναλύσεις έδειξαν πως τα χειρόγραφα τα συνέγραψαν ή αντέγραψαν οι εκεί κάτοικοι. Στους Εσσαίους αναφέρονται οι: Φίλων, Ιώσηπος, Πλίνιος ο πρεσβύτερος και από τις πληροφορίες τους συνάγεται πως το Κουμράν ήταν ένα από τα κέντρα τους ή έστω ένα παρακλάδι τους. Ο Ιώσηπος αναφέρει γι’ αυτούς πως ήταν τάξη ή σχολή που έδρασε κατά τη βασιλεία του Ιωνάθαν. Ιστορικά δηλώνει ο Πλίνιος πως το 75 μ.Χ. στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας ζούσε ομάδα Εσσαίων.
Στα Χειρόγραφα βρέθηκαν αποσπάσματα από όλα τα βιβλία της Εβραϊκής Βίβλου, εκτός του βιβλίου της Εσθήρ. Αυτά προηγούνται κατά εκατοντάδες έτη από άλλα χειρόγραφα. Το παλαιότερο ήταν ο Πάπυρος Nash, περίπου 150-100 π.Χ., που βρέθηκε στην Αίγυπτο το 1898. Άλλο, σημαντικό χειρόγραφο είναι το Χειρόγραφο Του Ναού (11QTemp) που έχει ακριβείς αναφορές και λεπτομέρειες του ιδεατού ναού και της λατρείας των Κοινοτήτων αυτών. Επίσης, στην περιοχή της Ιορδανίας βρέθηκε γραμμένο πάνω σε πέτρινη στήλη στα εβραϊκά ένα άλλο κείμενο. Ονομάζεται "Dead Sea scroll on stone" και έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Του δόθηκε ο τίτλος "Όραμα Γαβριήλ" ή "Αποκάλυψη Γαβριήλ", με χρονολογία τον 1ο αι. προ ή μετά Χριστόν.
Τα χειρόγραφα αποθηκεύτηκαν σε πήλινα αγγεία και σε άλλες περιοχές όπως στη Μασάντα και το Μουραμπαάτ. Εκτός από τα βιβλικά έργα, πολλά από τα κείμενα είναι ψευδεπίγραφα ή απόκρυφα, γραμμένα στην αραμαϊκή ή εβραϊκή. Ο τρόπος αποθήκευσης χειρογράφων σε αγγεία ήταν γνωστός πριν να βρεθούν τα Χειρόγραφα του Κουμράν.27 (ΖΑΡΡΑΣ, 2012, σ. 377). Κάποιοι τίτλοι είναι: "Ο κανονισμός της Κοινότητας", "Το Χειρόγραφο της Δαμασκού", "Οι Ευχαριστήριοι ́Υμνοι", "Πόλεμος των Υιών του Φωτός έναντι των Υιών του Σκότους". Υπάρχουν ακόμα Πεσαρίμ δηλ. ερμηνευτικά σχόλια σε βιβλικά κείμενα.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΗΚΑΝ ΠΕΣΑΡΙΜ28 (ΖΑΡΡΑΣ, 2012, p. 378).
Ησαΐας Ωσηέ Μιχαίας Ναούμ Αββακούμ Σοφονίας Μαλαχίας Ψαλμοί
Η γλώσσα των Κουμρανιτών ήταν τα εβραϊκά της Μισνά και τα Αραμαϊκά. Η ανακάλυψη όμως των 19 ελληνικών χειρογράφων μόνο στο Σπήλαιο 7 αποτέλεσε έκπληξη. Γραμμένα σε πάπυρο ή δέρμα και σε ένα "χάλκινο Ειλητάριο" από μέταλλο. Χρονολογούνται μεταξύ 50 π.Χ.- 68 μ.Χ., αν και τα Πεσαρίμ θεωρούνται πολύ παλαιότερα. Η Κοινότητα Κουμράν μάλλον συστάθηκε το πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα βάσει του Χειρογράφου της Δαμασκού. Τους στάλθηκε οδηγός ή Διδάσκαλος με μεσσιανικά χαρακτηριστικά, ο οποίος οδήγησε την ομάδα σε διχασμό, αφού συγκρούστηκε με τον άνθρωπο του ψεύδους, που οδήγησε πολλούς από την ομάδα στην απώλεια. Ο Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης τελικά θανατώθηκε από τον μοχθηρό ιερέα που τελικά όμως τιμωρήθηκε από ξένα χέρια. Υποστηρίζεται πως ο ιερέας ήταν ο Μακκαβαίος Ιωνάθαν και μεταξύ των αντιπάλων βρίσκονταν Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι. Μάλλον το κίνημα των Εσσαίων ξεκίνησε ξεχωριστά από την Κοινότητα του Κουμράν, αλλά φαίνεται πως συνδέονται. Τα δόγματα και οι αντιλήψεις αναδείχθηκαν από ένα παλαιότερο σώμα του Ιουδαϊσμού κατά τον 3ο ή 2ο π.Χ. αι. Πολλοί ερευνητές συνδέουν τους Μακκαβαίους με τη σύσταση της Κοινότητας λόγω των διώξεων του Αντιόχου Δ' και τις φιλοδοξίες των Μακκαβαίων.
Στο Πεσέρ του Ναούμ υπάρχει άλλη ιστορική αναφορά στο Κουμράν κατά τη βασιλεία του Ασμοναίου, Αλέξανδρου Ιανναίου, ιερέα-βασιλιά (103-76 π.Χ.), όταν ορισμένοι φαρισαίοι ζήτησαν την προστασία των Σελευκιδών για να ανατρέψουν τον Ιανναίο. Ο Ιώσηπος πάλι, αναφέρει πως ο Ηρώδης υποστήριζε τους Εσσαίους λόγω μιας προφητείας. Αλλά, όταν οι Εσσαίοι συμμετείχαν στην ιουδαϊκή εξέγερση το 66μ.Χ., η κοινότητά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από τη Ρώμη (ΖΑΡΡΑΣ, 2012, σσ. 370-384).
Συμπέρασμα
Στο πρώτο μέρος της μελέτης μας, ξεκινήσαμε βλέποντας τους όρους: «διαθήκη», «Παλαιά Διαθήκη», «Καινή Διαθήκη» και «Τανάκ», ώστε να έχουμε μια εικόνα για την ονομασία και την προέλευση της ονομασίας της ως «Αγία Γραφή» ή αλλιώς «Βίβλος». Στη συνέχεια είδαμε τη σύντομη ιστορία του κειμένου και πώς αυτό φυλάχτηκε από τους αντιγραφείς μέσα στον χρόνο. Κάτι που μας δίνει καλύτερη εικόνα, όπως είδαμε, είναι οι μεταφράσεις των Εβδομήκοντα, η Σαμαρειτική Πεντάτευχος και τα Ταργκουμίμ που μαζί με τις Λατινικές μεταφράσεις μάς αποκαλύπτουν πολλά για την αξιοπιστία, τη γνησιότητα του κειμένου που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Έτσι μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως το κείμενο παραμένει, από τότε μέχρι την εποχή των Μασωριτών, κατά βάση το ίδιο.
Στο δεύτερο μέρος ασχοληθήκαμε με την Αρχαιολογία και τα ευρήματα που σήμερα έχουμε και μπορούν να μας δώσουν κάποιες απαντήσεις σχετικά με την αξιοπιστία του κειμένου. Στην αρχή είδαμε τις εξωβιβλικές μαρτυρίες, από όπου δεν πήραμε τα ακράδαντα στοιχεία, που θα επιθυμούσαμε, για την επιβεβαίωση του κειμένου. Στη συνέχεια όμως είδαμε κάποια ευρήματα, που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μάς επιβεβαιώνουν κάποιες σημαντικές πτυχές των ιστοριών της Π.Δ. και το συμπέρασμα ήταν πως περιμένουμε περισσότερα ευρήματα στο μέλλον, αλλά μέχρι τότε, το κείμενο που σήμερα έχουμε στα χέρια μας «συνιστά τον μοναδικό ουσιαστικό μάρτυρα ενός ένδοξου παρελθόντος»
Το τρίτο μέρος είναι και το πιο ουσιαστικό για τη μελέτη μας, τα Χειρόγραφα του Κουμράν. Τελικά μας αποδεικνύουν ότι το κείμενο που έχουμε σήμερα, το οποίο είναι από τον 10ο αι. μ.Χ., είναι πολύ πιο αξιόπιστο σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κείμενο της αρχαίας εποχής.
Ταυτόχρονα όμως με τα δικά μας συμπεράσματα θα δανειστούμε τα λόγια του Walter C. Kaiser Jr.30 για τα κείμενα της Π.Δ., όπου αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το έργο της αξιολόγησης μιας διατύπωσης κειμένου, για να φανεί εάν αυτό αντιπροσωπεύει το αρχέτυπο κείμενο ή όχι, είναι αντικειμενική επιστήμη από τη μια αλλά και υποκειμενική τέχνη από την άλλη. Ο πιο θεμελιώδης κανόνας είναι να υποστηριχθεί με επιχειρήματα ότι η διατύπωση που πρέπει να προτιμάται έναντι όλων των άλλων είναι εκείνη που ανέδειξε, κατά κύριο λόγο, όλες τις άλλες διατυπώσεις. Έτσι, η διατύπωση εκείνη που δεν μπορεί να προσβληθεί είναι πιθανότατα η πρωτότυπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πάπυροι του Κουμράν, που είναι μια χιλιετία αρχαιότεροι δεν περιέχουν πάντοτε καλύτερες διατυπώσεις από το ΜΚ. Θα ήταν λάθος εάν νομίζαμε ότι ύστερα από μια τυχαία ανακάλυψη ενός αρχαιότερου κειμένου, θα πρέπει να ορίσουμε αυτόματα το κείμενο αυτό ως το προτιμητέο κείμενο, έστω και αν περιείχε πράγματι κάποιες παραλλαγές ή αναπόδεικτες διατυπώσεις. Οι γραμματείς που συνέθεσαν το Μασοριτικό κείμενο επέδειξαν μεγαλύτερη ακρίβεια στη διατήρηση του αρχέτυπου κειμένου από τους παπύρους του Κουμράν, με βάση την ανάλυση που έκαναν μέχρι σήμερα οι διάφοροι μελετητές αυτών των κειμένων. Εντούτοις από μία ανάλυση των παπύρων της Νεκράς Θαλάσσης προκύπτει ένα ειδικό πρότυπο. Ελαφρώς περισσότεροι από τους μισούς παπύρους περιέχουν το ίδιο κείμενο με εκείνο των Μασωριτών. Η κριτική των κειμένων είναι απαραίτητη για την επιστημονική μελέτη της Π.Δ. μόνο επειδή δεν υπάρχουν αλάνθαστα κείμενα. Εντούτοις, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν τόσο λίγες παραλλαγές, αν λάβουμε υπόψιν μας την μακρά διαδικασία της μεταβίβασης των κειμένων από γενεά σε γενεά. [...] Εάν τα λάθη που υπάρχουν σήμερα στα κείμενα είναι τυχαία ή σκόπιμα (για πολιτικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους, όπως η περίπτωση της Σαμαρειτικής Πεντατεύχου, για παράδειγμα), θα πρέπει να αναζητηθούν και το αρχαίο κείμενο να αποκατασταθεί στον καλύτερο βαθμό. Σε τελευταία ανάλυση, το κείμενο διατηρήθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά τη διάρκεια της πορείας του μέσα στον χρόνο» (KAIZER, 2005, σσ. 75-76).
Η αρχαιολογία δεν αποδεικνύει τη Γραφή. Δεν αποδεικνύει όλες τις πτυχές της, όμως «προσφέρει σε όποιον θέλει να διατηρήσει την παραδοσιακή άποψη εξίσου με αυτήν του αμφισβητία» (McDowell, 1999, σ. 188).
Και ακόμη, όπως αναφέρει και η καθηγήτριά μου, κ.Χ.Παπαναστασοπούλου, στην διδακτορική διατριβή της: «θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο ρόλος της αρχαιολογίας δεν είναι να αποδείξει τα γραφόμενα της Π.Δ., αλλά τα αρχαιολογικά δεδομένα θα λειτουργήσουν συνεπικουρικά σε μία ευρύτερη κατανόηση του βιβλικού κειμένου. Για τους βιβλικούς επιστήμονες και τους μελετητές της αρχαίας εγγύς ανατολής, η αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών και τον σφηνοειδούς γραφής επιγραφών, η ανακάλυψη διαφόρων αρχιτεκτονικών και κινητών ευρημάτων, αλλά και η αποκάλυψη της εικονογραφίας αποτελούν στοιχεία υψίστης σημασίας, τα οποία πολλές φορές μας παρέχουν μία πιο εμπεριστατωμένη εικόνα για το παρελθόν από ό,τι τα ίδια τα κείμενα της Βίβλου» (ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, 2020, p. 56).
Τα χιλιάδες εβραϊκά χειρόγραφα, με την επιβεβαίωση που τους δίνουν η Μετάφραση των Ο ́ και η Σαμαρειτική Πεντάτευχος, καθώς και οι πολυάριθμες άλλες διασταυρώσεις που προέρχονται μέσα και έξω από το κείμενο, όπως είδαμε, μας δίνουν μια απόλυτη στήριξη για την αξιοπιστία του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης. Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μέχρι να βρεθεί κάτι που θα μας βεβαιώσει για το αντίθετο, η Παλαιά Διαθήκη είναι το πλέον αξιόπιστο βιβλίο, όπου μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να στηρίξει την πίστη του αλλά και τη βεβαιότητα της Σωτηρίας του εν Χριστώ Ιησού, αφού η πρώτη Εκκλησία, όπως είναι γνωστό, ως Ιερό Κείμενο είχε την Παλαιά(για εμάς) Διαθήκη,διότι δεν είχε γίνει ακόμη η συμπλήρωσητουΚανόνατης Καινής Διαθήκης και αυτό φαίνεται στην Επιστολή τη δεύτερη του απ. Παύλου προς τον Τιμόθεο, που αναφέρει τα εξής: «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἐλεγμόν, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος» (Β ́Τιμ. 3:16- 17).
Γεώργιος Κ. Σαλαμβάς Αθήνα Μάρτιος 2022