Κατεβάστε το άρθρο ως αρχείο κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο
Περιμένοντας_τις_βόμβες_Τ.pdf | |
File Size: | 110 kb |
File Type: |
Περιμένοντας τις βόμβες
Πως ένας νεαρός ποιμένας ενεθάρρυνε το λαό του τις τρομακτικές μέρες πριν τον βομβαρδισμό του Λονδίνου.
Του Chris Armstrong / CT Pastors, January 2004 LEADERSHIP
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940, μόλις ένα χρόνο μετά αφού η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία είχαν ανακηρύξει τον πόλεμο εναντίον του επιθετικού Γερμανικού κράτους , οι πρώτες βόμβες έπεσαν στο Λονδίνο. Ο πολεμικός ανταποκριτής Ernie Pyle αργότερα περιέγραψε το γεγονός ως «η μανία των νυχτερινών επιδρομών με τον τρομοκρατικό θόρυβο που προκαλείτο τη στιγμή που έπεφταν οι βόμβες και διαλύονταν τα κτήρια... Το Λονδίνο χτυπήθηκε από τρομερές πυρκαγιές και εκρήξεις που το έσεισαν ολόκληρο, με τις σκοτεινές περιοχές του κατά μήκος του ποταμού Τhames να φωτίζονται από την λάμψη που προκαλούσαν οι βόμβες και να σκεπάζεται η πόλη με ένα ροζ κάλυμμα από τα σπασμένα περιβλήματα των βομβών, των φωτοβολίδων και τον θόρυβο από το τρίξιμο των επιθετικών μηχανών».
Ωστόσο, πριν τη πτώση των βομβών, υπήρξε ένας χρόνος αγωνιώδους αναμονής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1939, και αργότερα την άνοιξη του 1940, οι Βρετανοί είχαν φορτιστεί από ένα έντονο συναίσθημα ότι ήσαν ευάλωτοι. Έβλεπαν την απίστευτη Γερμανική θηριώδη πολεμική μηχανή και γνώριζαν ό,τι δεν θα έδειχνε οίκτο στις γεμάτες από κατοίκους πόλεις τους. Σε μία μεγάλη εκκλησία στο κεντρικό Λονδίνο, στην σκιά του παλατιού του Buckingham, ένας νεαρός, νεοδιορισμένος ποιμένας/ εργάτης του ευαγγελίου αντιμετώπισε την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του όσον αφορά στο κηρυγματικό του λόγο. Κατά τη διάρκεια της σιωπής, λίγο πριν πέσουν οι βόμβες, έπρεπε να ετοιμάσει το ποίμνιο του για τον πόλεμο. Η ευκαιρία του για το ποιμαντικό του έργο δεν θα βρισκόταν μετά την κρίση, αλλά στις στιγμές πριν από αυτήν και θα έπρεπε να απαντήσει σε μία πολύ δύσκολη ερώτηση του φοβισμένου ακροατηρίου του. Γιατί ο θεός επιτρέπει τον πόλεμο;
Ο Marqn Lloyd Jones είναι σήμερα μια ηρωική προσωπικότητα, με διαύγεια πνεύματος και ζεστή καρδιά. Ο αναμορφωμένος θεολόγος Ι. Paker τον αποκαλεί ως τον μεγαλύτερο λαμπρό και σοφό άνδρα που έχει γνωρίσει. Κατά την διάρκεια των 30 χρόνων της θητείας του στο γνωστό παρεκκλήσι του Westminster στο Λονδίνο, η διακονία του Lloyd Jones προκάλεσε ένα κύμα ανθρώπων που δέχτηκαν τον Χριστό όπως επίσης και τεράστιες ουρές ανθρώπων που ζητούσαν και δέχονταν τις συμβουλές του.
Εκείνη ήταν η εποχή, το φθινόπωρο του 1939, που απλώθηκε η φήμη του Lloyd Jones . Ήταν απλά ένας συνεργός του μεγάλου Campell Morgan και κλήθηκε να υπηρετήσει
σ’ ένα ασήμαντο χωριουδάκι της Ουαλλίας. Ωστόσο ο Lloyd Jones ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος γι’ αυτή τη στιγμή.
Μεγαλώνοντας στην Ουαλλία, είχε βιώσει πολύ πόνο, την απώλεια του σπιτιού του από φωτιά και παραλίγο και της ίδιας του τη ζωής, τη χρεοκοπία του πατέρα του και τον πρόωρο θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του και του πατέρα του. Κατά την διάρκεια των σχολικών χρόνων στο Tregaron, μία πόλη που απέχει 4 μίλια από την δική του, υπέφερε υπερβολικά από νοσταλγία και από «χιονίστρες» που του προκάλεσαν τρομερή φαγούρα και κάψιμο στα χέρια και τα πόδια του. Αυτό τον κρατούσε σε περισσότερο η λιγότερο σταθερό πόνο εμποδίζοντας τον από το να παίξει ή να τρέξει. Μετά την μεταστροφή του στον Χριστό στις αρχές του δεύτερου αιώνα, ο Lloyd Jones θυσίασε μία πολλά υποσχόμενη καριέρα στην ιατρική για να υπηρετήσει τον Κύριο.
Πλησιάζοντας στη συνταξιοδότηση του, στα 72 του χρόνια ο γηραιός Morgan έχαιρε σεβασμού ως ένας μεγάλος δάσκαλος της Βίβλου. Ζούσε με τα βραδινά βιβλικά μαθήματα και τα κυριακάτικα του κηρύγματα που προσέλκυαν χιλιάδες ανθρώπους κάθε εβδομάδα. Αλλά η πίστη του στον Αρμινιανισμό (Arminianism) ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την πίστη του νεότερου συνάδελφου στο Καλβινισμό (Calvinism). Η διαφορά τους, ωστόσο, δεν ενοχλούσε τον Morgan ο οποίος σεβόταν βαθύτατα τον Lloyd Jones και με χαρά μοιραζόταν την εποπτεία του μεγάλου εκκλησιάσματος του.
Δεν ήταν όμως όλοι ευχαριστημένοι στο Westminster με αυτή την επιλογή του ηλικιωμένου τους ποιμένα. Μερικοί κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τα κηρύγματα του Lloyd Jones, αποκαλώντας τον ‘’αυτός ο Καλβινιστής’’. Με αυτόν τον τρόπο εξέφραζαν τη συμπάθειά των περισσότερων πιστών της Ελεύθερης Εκκλησίας των ημερών τους – και των εργατών της- που κατέκριναν ‘’περιορισμένα δόγματα.’’
Πέντε κηρύγματα που άξιζαν
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, της προοπτικής του φόβου και της καταστροφής του πολέμου και υπό του ψυχρού βλέμματος της αξιολόγησης των επιφανών μελών μιας νέας εκκλησίας, πολλοί κήρυκες θα έμπαιναν στον πειρασμό ενός ήπιου κηρύγματος το οποίο θα προσέφερε μια γενικότερη παρηγοριά.
Όχι όμως ο Lloyd Jones
Απλά δεν ήταν το στυλ του, η θεολογία του. Ήξερε πως το ποίμνιο του θα χρειαζόταν μια «άγκυρα» για τις μελλοντικές ταλαιπωρίες του και όχι έναν απλό καθησυχασμό. Χρειαζόταν ένα θεμέλιο εμπιστοσύνης στον Θεό που θα τους επέτρεπε να αποδεχτούν το θέλημά Του και να Τον εμπιστευθούν πως θα το δουν.
Τους έδωσε λοιπόν αυτό που ο Packer, καθισμένος κάτω από το κήρυγμα του, θυμάται ως τη καρδιά της διακονίας του—μία «έκκληση για χριστιανική σκέψη, που ενημερώνεται από τη Βίβλο και εφαρμόζεται με σοβαρό βαθύ προβληματισμό στη ζωή.»
Η ερώτηση που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Lloyd Jones καθώς ανέβαινε στον άμβωνα μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ανέμεναν εναέριες επιδρομές, είναι τόσο παλιά όσο και ο Ιώβ: Γιατί, εάν ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και δύναμη, βιώνουμε τόση οδύνη σε αυτόν τον κόσμο;
Παρουσίασε μια σειρά πέντε κηρυγμάτων πάνω σε αυτό το θέμα, τα οποία αργότερα δημοσίευσε σε ένα μικρό βιβλίο «Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο», αναφερόμενος στον Τιμόθεο 2:8, στο πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών. Σε αυτούς που δεν είχαν δει την απάντηση στις «κρίσιμες προσευχές τους», ο Lloyd Jones απάντησε αυστηρά: Η προσευχή εξασκείται «σαν ένας μηχανισμός ο οποίος είναι σχεδιασμένος να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα», αποσυνδεδεμένη όμως από την λατρεία και την υπακοή, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Εάν κάποιος πρέπει να προσευχηθεί όπως οι Γραφές υπαγορεύουν, χρειάζεται να απαρνηθεί τις αμαρτωλές συμπεριφορές και την άπιστη αμφιβολία.
Το δεύτερο κήρυγμα του, στο κεφάλαιο 13 του βιβλίου των Κριτών, αναφερόταν στους γονείς του Σαμψών. Ο Μανωέ πεπεισμένος για την κρίση του Θεού και για την πρόθεση του Θεού να τους σκοτώσει, ντροπιάζεται από την αλάνθαστη λογική της συζύγου του: «Αν ο Κύριος ήθελε να μας θανατώσει, δεν θα δεχόταν το ολοκαύτωμα και την προσφορά από το χέρι μας ούτε θα μας έδειχνε όλα αυτά, ούτε θα μας έφερνε την αγγελία για αυτά τα πράγματα σε τέτοιο καιρό.»
Ο Lloyd Jones είπε, πως πριν βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι οι καιροί της κρίσης δείχνουν την αδικία του Θεού απέναντι μας η ότι δεν στάθηκε πιστός στις υποσχέσεις Του, πρέπει να συλλογιστούμε τον αποκεκαλυμμένο χαρακτήρα του Θεού και των εμπειριών της αγάπης Του προς εμάς. Ο Θεός δεν είναι ποτέ άδικος και ποτέ δεν αντιφάσκει. Μας έδωσε, όπως έκανε και στον Μανωέ, «εντυπωσιακά δείγματα της παρουσίας Του και της καλοσύνης Του.» Τώρα, τι; Θα μας καταστρέψει;
Ο Lloyd Jones συμπέρανε από τα λόγια του Παύλου: «Eπειδή, Αυτός, που τον ίδιο Tου τον Yιό δεν λυπήθηκε, αλλά τον παρέδωσε για χάρη όλων μας, πώς και μαζί μ’ αυτόν δεν θα χαρίσει σε μας τα πάντα;» (Ρωμαίους 8:32)
Επίσης, ο Lloyd Jones αναγνωρίζει στο τρίτο του κήρυγμα, πως ο κόσμος είναι γεμάτος με κακία και οι καλοί ακόμα υποφέρουν. Έτσι αναφέρεται στο Ησαΐα, «Πραγματικά, εσύ είσαι ο Θεός που κρύβεσαι, Θεέ τού Ισραήλ, ο Σωτήρας.» (Ησαΐας 45:15)
Παρότι οι σκοποί του Θεού, σε ένα κόσμο που υποφέρει, είναι κρυφοί σε εμάς, μπορούμε να είμαστε πεπεισμένοι για τους καλούς Του σκοπούς: «Εάν έχεις πιστέψει σε Αυτόν δια
του Ιησού Χριστού, εάν έχεις μετανοήσει και έχεις δεχτεί την θαυμαστή Σωτηρία Του, Σε διαβεβαιώ πως ότι και να συμβαίνει στην ζωή σου, και όσο σκοτεινό και δύσκολο μπορεί να είναι, και όσο αδύνατο και αν σου είναι να καταλάβεις... αυτός είναι ακόμη ο Θεός σου και ακόμη σε αγαπά και ενδιαφέρεται για εσένα, και η υπόσχεσή Του εξακολουθεί να ισχύει: Δεν θα σε αφήσω, και ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω.»
Στο τέταρτο κήρυγμά του, «Γιατί πόλεμος ;» ο Lloyd Jones απάντησε την ερώτηση από το εδάφιο του Ιακώβου 4:1, « Από πού προέρχονται οι πόλεμοι και οι διαμάχες μεταξύ σας; Δεν προέρχονται από τις σαρκικές σας επιθυμίες που συγκρούονται μέσα σας;» Ο πόλεμος υπάρχει γιατί «δεν είμαστε ικανοί για ειρήνη.» Χρησιμοποιούμε την ειρήνη μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε τις αμαρτωλές επιθυμίες μας, με πλεονεξία και φιλονικίες μεταξύ μας για τις ανόητες απολαύσεις μας. «Το να ζητάμε από τον Θεό... να εμποδίσει έναν πόλεμο... είναι σαν να του ζητάμε να σταματήσει τις συνέπειες των αμαρτιών μας.»
Στο τέλος τελικά, και αυτό είναι το πέμπτο κήρυγμά του, ο Θεός εργάζεται δια του πολέμου προς μια θετική έκβαση , όπως άλλωστε και με όλα τα πράγματα ( Ρωμαίους 8:28). Όπως και με τον άσωτο Υιό, μόνο μέσα στην δυστυχία μας μπορούμε να δούμε την ανοησία μας και να σκεφτούμε τον Θεό και να ζητήσουμε να επιστρέψουμε σε Αυτόν. Αυτό είναι η απόλυτη απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο;»
Η προσέγγιση του Lloyd Jones ήταν δεξιοτεχνική. Αντί να προσπαθήσει να εισχωρήσει στην σκέψη του Θεού και να εξηγήσει τους σκοπούς Του, έστρεψε το κοινό του σε έναν προσωπικό προβληματισμό των καρδιών τους. Δεν μπλέχτηκε σε φιλοσοφικές λύσεις για το πρόβλημα του κακού. Άμεσα χρησιμοποίησε τον Λόγο του Θεού σαν νυστέρι, επεμβαίνοντας ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται το πρόβλημα.
Ο Paker συνοψίζει, την προσέγγισή του Lloyd Jones: «Πάντα κατευθυνόταν στο μεγαλύτερο βάθος, στη μεγαλύτερη ωριμότητα, στο μεγαλύτερο ανάστημα των αγίων. Και είδε ότι ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν να μεταφέρει την αλήθεια της Βίβλου- αυτό το είδος της πίστης στον Θεό που είναι ενσαρκωμένη στους Βιβλικούς χαρακτήρες- μέσα στη προσωπική ύπαρξη της συνάθροισης της εκκλησίας.»
Χάρη μέσα στην φωτιά
Η σπουδαία σοφία του Ουαλλού αυτού αποδείχθηκε από τα έργα του, παρότι δεν εμφανίστηκε στο μικρό διάστημα. Οι βόμβες έπεφταν στο Λονδίνο, για 57 συνεχόμενες ημέρες. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους υπόγειους και στα καταφύγια, όλοι προσπαθούσαν να φύγουν από αυτήν την πολιορκημένη πόλη. Από το εκκλησίασμα του Westminster το οποίο αριθμούσε πάνω από 2000 μέλη, μόνο μερικές εκατοντάδες έμειναν με σθένος, εκείνα τα χρόνια στο Λονδίνο, κάτω από το στόχαστρο των Γερμανών.
Σε μια συνάθροιση το καλοκαίρι του 1944, μια βόμβα εξερράγη μερικά μέτρα μακριά από την αυλή της εκκλησίας, μια λευκή σκόνη από τα συντρίμμια κάλυψε τα πάντα στο εκκλησίασμα. Παρόλα αυτά μια γυναίκα, όταν άνοιξε τα μάτια της μετά από αυτό το εκκωφαντικό τράνταγμα της βόμβας, νόμισε πως όλο το εκκλησίασμα βρισκόταν στον ουρανό!
Η φήμη του Lloyd Jones ως ενός ανθρώπου με σοφία και (όχι ασήμαντα) με κουράγιο στο να παρακινήσει τους ανθρώπους εκείνες τις σκληρές μέρες των βομβαρδισμών, εξαπλώθηκε μετά τον πόλεμο. Μέχρι το 1948, είχαν επιστρέψει στην συνάθροιση 1,400 πιστοί και στις συναθροίσεις του 1951, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Εκατονταετίας για την Έκθεση της Βίβλου, η εκκλησία έφτασε σε χωρητικότητα 2,500 ανθρώπους.
Όλοι γνώριζαν πως σε καιρούς ειρήνης, όπως και σε καιρούς κρίσης, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από έναν σοφό ερμηνευτή, που γνωρίζει την Βίβλο και την ανθρώπινη καρδιά, και κάνει το ένα να μιλά στο άλλο καθαρά και με ισχύ.
Άρθρο : https://www.christianitytoday.com/pastors/2004/winter/6.39.html
Πως ένας νεαρός ποιμένας ενεθάρρυνε το λαό του τις τρομακτικές μέρες πριν τον βομβαρδισμό του Λονδίνου.
Του Chris Armstrong / CT Pastors, January 2004 LEADERSHIP
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940, μόλις ένα χρόνο μετά αφού η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία είχαν ανακηρύξει τον πόλεμο εναντίον του επιθετικού Γερμανικού κράτους , οι πρώτες βόμβες έπεσαν στο Λονδίνο. Ο πολεμικός ανταποκριτής Ernie Pyle αργότερα περιέγραψε το γεγονός ως «η μανία των νυχτερινών επιδρομών με τον τρομοκρατικό θόρυβο που προκαλείτο τη στιγμή που έπεφταν οι βόμβες και διαλύονταν τα κτήρια... Το Λονδίνο χτυπήθηκε από τρομερές πυρκαγιές και εκρήξεις που το έσεισαν ολόκληρο, με τις σκοτεινές περιοχές του κατά μήκος του ποταμού Τhames να φωτίζονται από την λάμψη που προκαλούσαν οι βόμβες και να σκεπάζεται η πόλη με ένα ροζ κάλυμμα από τα σπασμένα περιβλήματα των βομβών, των φωτοβολίδων και τον θόρυβο από το τρίξιμο των επιθετικών μηχανών».
Ωστόσο, πριν τη πτώση των βομβών, υπήρξε ένας χρόνος αγωνιώδους αναμονής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1939, και αργότερα την άνοιξη του 1940, οι Βρετανοί είχαν φορτιστεί από ένα έντονο συναίσθημα ότι ήσαν ευάλωτοι. Έβλεπαν την απίστευτη Γερμανική θηριώδη πολεμική μηχανή και γνώριζαν ό,τι δεν θα έδειχνε οίκτο στις γεμάτες από κατοίκους πόλεις τους. Σε μία μεγάλη εκκλησία στο κεντρικό Λονδίνο, στην σκιά του παλατιού του Buckingham, ένας νεαρός, νεοδιορισμένος ποιμένας/ εργάτης του ευαγγελίου αντιμετώπισε την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του όσον αφορά στο κηρυγματικό του λόγο. Κατά τη διάρκεια της σιωπής, λίγο πριν πέσουν οι βόμβες, έπρεπε να ετοιμάσει το ποίμνιο του για τον πόλεμο. Η ευκαιρία του για το ποιμαντικό του έργο δεν θα βρισκόταν μετά την κρίση, αλλά στις στιγμές πριν από αυτήν και θα έπρεπε να απαντήσει σε μία πολύ δύσκολη ερώτηση του φοβισμένου ακροατηρίου του. Γιατί ο θεός επιτρέπει τον πόλεμο;
Ο Marqn Lloyd Jones είναι σήμερα μια ηρωική προσωπικότητα, με διαύγεια πνεύματος και ζεστή καρδιά. Ο αναμορφωμένος θεολόγος Ι. Paker τον αποκαλεί ως τον μεγαλύτερο λαμπρό και σοφό άνδρα που έχει γνωρίσει. Κατά την διάρκεια των 30 χρόνων της θητείας του στο γνωστό παρεκκλήσι του Westminster στο Λονδίνο, η διακονία του Lloyd Jones προκάλεσε ένα κύμα ανθρώπων που δέχτηκαν τον Χριστό όπως επίσης και τεράστιες ουρές ανθρώπων που ζητούσαν και δέχονταν τις συμβουλές του.
Εκείνη ήταν η εποχή, το φθινόπωρο του 1939, που απλώθηκε η φήμη του Lloyd Jones . Ήταν απλά ένας συνεργός του μεγάλου Campell Morgan και κλήθηκε να υπηρετήσει
σ’ ένα ασήμαντο χωριουδάκι της Ουαλλίας. Ωστόσο ο Lloyd Jones ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος γι’ αυτή τη στιγμή.
Μεγαλώνοντας στην Ουαλλία, είχε βιώσει πολύ πόνο, την απώλεια του σπιτιού του από φωτιά και παραλίγο και της ίδιας του τη ζωής, τη χρεοκοπία του πατέρα του και τον πρόωρο θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του και του πατέρα του. Κατά την διάρκεια των σχολικών χρόνων στο Tregaron, μία πόλη που απέχει 4 μίλια από την δική του, υπέφερε υπερβολικά από νοσταλγία και από «χιονίστρες» που του προκάλεσαν τρομερή φαγούρα και κάψιμο στα χέρια και τα πόδια του. Αυτό τον κρατούσε σε περισσότερο η λιγότερο σταθερό πόνο εμποδίζοντας τον από το να παίξει ή να τρέξει. Μετά την μεταστροφή του στον Χριστό στις αρχές του δεύτερου αιώνα, ο Lloyd Jones θυσίασε μία πολλά υποσχόμενη καριέρα στην ιατρική για να υπηρετήσει τον Κύριο.
Πλησιάζοντας στη συνταξιοδότηση του, στα 72 του χρόνια ο γηραιός Morgan έχαιρε σεβασμού ως ένας μεγάλος δάσκαλος της Βίβλου. Ζούσε με τα βραδινά βιβλικά μαθήματα και τα κυριακάτικα του κηρύγματα που προσέλκυαν χιλιάδες ανθρώπους κάθε εβδομάδα. Αλλά η πίστη του στον Αρμινιανισμό (Arminianism) ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την πίστη του νεότερου συνάδελφου στο Καλβινισμό (Calvinism). Η διαφορά τους, ωστόσο, δεν ενοχλούσε τον Morgan ο οποίος σεβόταν βαθύτατα τον Lloyd Jones και με χαρά μοιραζόταν την εποπτεία του μεγάλου εκκλησιάσματος του.
Δεν ήταν όμως όλοι ευχαριστημένοι στο Westminster με αυτή την επιλογή του ηλικιωμένου τους ποιμένα. Μερικοί κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τα κηρύγματα του Lloyd Jones, αποκαλώντας τον ‘’αυτός ο Καλβινιστής’’. Με αυτόν τον τρόπο εξέφραζαν τη συμπάθειά των περισσότερων πιστών της Ελεύθερης Εκκλησίας των ημερών τους – και των εργατών της- που κατέκριναν ‘’περιορισμένα δόγματα.’’
Πέντε κηρύγματα που άξιζαν
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, της προοπτικής του φόβου και της καταστροφής του πολέμου και υπό του ψυχρού βλέμματος της αξιολόγησης των επιφανών μελών μιας νέας εκκλησίας, πολλοί κήρυκες θα έμπαιναν στον πειρασμό ενός ήπιου κηρύγματος το οποίο θα προσέφερε μια γενικότερη παρηγοριά.
Όχι όμως ο Lloyd Jones
Απλά δεν ήταν το στυλ του, η θεολογία του. Ήξερε πως το ποίμνιο του θα χρειαζόταν μια «άγκυρα» για τις μελλοντικές ταλαιπωρίες του και όχι έναν απλό καθησυχασμό. Χρειαζόταν ένα θεμέλιο εμπιστοσύνης στον Θεό που θα τους επέτρεπε να αποδεχτούν το θέλημά Του και να Τον εμπιστευθούν πως θα το δουν.
Τους έδωσε λοιπόν αυτό που ο Packer, καθισμένος κάτω από το κήρυγμα του, θυμάται ως τη καρδιά της διακονίας του—μία «έκκληση για χριστιανική σκέψη, που ενημερώνεται από τη Βίβλο και εφαρμόζεται με σοβαρό βαθύ προβληματισμό στη ζωή.»
Η ερώτηση που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Lloyd Jones καθώς ανέβαινε στον άμβωνα μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ανέμεναν εναέριες επιδρομές, είναι τόσο παλιά όσο και ο Ιώβ: Γιατί, εάν ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και δύναμη, βιώνουμε τόση οδύνη σε αυτόν τον κόσμο;
Παρουσίασε μια σειρά πέντε κηρυγμάτων πάνω σε αυτό το θέμα, τα οποία αργότερα δημοσίευσε σε ένα μικρό βιβλίο «Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο», αναφερόμενος στον Τιμόθεο 2:8, στο πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών. Σε αυτούς που δεν είχαν δει την απάντηση στις «κρίσιμες προσευχές τους», ο Lloyd Jones απάντησε αυστηρά: Η προσευχή εξασκείται «σαν ένας μηχανισμός ο οποίος είναι σχεδιασμένος να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα», αποσυνδεδεμένη όμως από την λατρεία και την υπακοή, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Εάν κάποιος πρέπει να προσευχηθεί όπως οι Γραφές υπαγορεύουν, χρειάζεται να απαρνηθεί τις αμαρτωλές συμπεριφορές και την άπιστη αμφιβολία.
Το δεύτερο κήρυγμα του, στο κεφάλαιο 13 του βιβλίου των Κριτών, αναφερόταν στους γονείς του Σαμψών. Ο Μανωέ πεπεισμένος για την κρίση του Θεού και για την πρόθεση του Θεού να τους σκοτώσει, ντροπιάζεται από την αλάνθαστη λογική της συζύγου του: «Αν ο Κύριος ήθελε να μας θανατώσει, δεν θα δεχόταν το ολοκαύτωμα και την προσφορά από το χέρι μας ούτε θα μας έδειχνε όλα αυτά, ούτε θα μας έφερνε την αγγελία για αυτά τα πράγματα σε τέτοιο καιρό.»
Ο Lloyd Jones είπε, πως πριν βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι οι καιροί της κρίσης δείχνουν την αδικία του Θεού απέναντι μας η ότι δεν στάθηκε πιστός στις υποσχέσεις Του, πρέπει να συλλογιστούμε τον αποκεκαλυμμένο χαρακτήρα του Θεού και των εμπειριών της αγάπης Του προς εμάς. Ο Θεός δεν είναι ποτέ άδικος και ποτέ δεν αντιφάσκει. Μας έδωσε, όπως έκανε και στον Μανωέ, «εντυπωσιακά δείγματα της παρουσίας Του και της καλοσύνης Του.» Τώρα, τι; Θα μας καταστρέψει;
Ο Lloyd Jones συμπέρανε από τα λόγια του Παύλου: «Eπειδή, Αυτός, που τον ίδιο Tου τον Yιό δεν λυπήθηκε, αλλά τον παρέδωσε για χάρη όλων μας, πώς και μαζί μ’ αυτόν δεν θα χαρίσει σε μας τα πάντα;» (Ρωμαίους 8:32)
Επίσης, ο Lloyd Jones αναγνωρίζει στο τρίτο του κήρυγμα, πως ο κόσμος είναι γεμάτος με κακία και οι καλοί ακόμα υποφέρουν. Έτσι αναφέρεται στο Ησαΐα, «Πραγματικά, εσύ είσαι ο Θεός που κρύβεσαι, Θεέ τού Ισραήλ, ο Σωτήρας.» (Ησαΐας 45:15)
Παρότι οι σκοποί του Θεού, σε ένα κόσμο που υποφέρει, είναι κρυφοί σε εμάς, μπορούμε να είμαστε πεπεισμένοι για τους καλούς Του σκοπούς: «Εάν έχεις πιστέψει σε Αυτόν δια
του Ιησού Χριστού, εάν έχεις μετανοήσει και έχεις δεχτεί την θαυμαστή Σωτηρία Του, Σε διαβεβαιώ πως ότι και να συμβαίνει στην ζωή σου, και όσο σκοτεινό και δύσκολο μπορεί να είναι, και όσο αδύνατο και αν σου είναι να καταλάβεις... αυτός είναι ακόμη ο Θεός σου και ακόμη σε αγαπά και ενδιαφέρεται για εσένα, και η υπόσχεσή Του εξακολουθεί να ισχύει: Δεν θα σε αφήσω, και ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω.»
Στο τέταρτο κήρυγμά του, «Γιατί πόλεμος ;» ο Lloyd Jones απάντησε την ερώτηση από το εδάφιο του Ιακώβου 4:1, « Από πού προέρχονται οι πόλεμοι και οι διαμάχες μεταξύ σας; Δεν προέρχονται από τις σαρκικές σας επιθυμίες που συγκρούονται μέσα σας;» Ο πόλεμος υπάρχει γιατί «δεν είμαστε ικανοί για ειρήνη.» Χρησιμοποιούμε την ειρήνη μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε τις αμαρτωλές επιθυμίες μας, με πλεονεξία και φιλονικίες μεταξύ μας για τις ανόητες απολαύσεις μας. «Το να ζητάμε από τον Θεό... να εμποδίσει έναν πόλεμο... είναι σαν να του ζητάμε να σταματήσει τις συνέπειες των αμαρτιών μας.»
Στο τέλος τελικά, και αυτό είναι το πέμπτο κήρυγμά του, ο Θεός εργάζεται δια του πολέμου προς μια θετική έκβαση , όπως άλλωστε και με όλα τα πράγματα ( Ρωμαίους 8:28). Όπως και με τον άσωτο Υιό, μόνο μέσα στην δυστυχία μας μπορούμε να δούμε την ανοησία μας και να σκεφτούμε τον Θεό και να ζητήσουμε να επιστρέψουμε σε Αυτόν. Αυτό είναι η απόλυτη απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο;»
Η προσέγγιση του Lloyd Jones ήταν δεξιοτεχνική. Αντί να προσπαθήσει να εισχωρήσει στην σκέψη του Θεού και να εξηγήσει τους σκοπούς Του, έστρεψε το κοινό του σε έναν προσωπικό προβληματισμό των καρδιών τους. Δεν μπλέχτηκε σε φιλοσοφικές λύσεις για το πρόβλημα του κακού. Άμεσα χρησιμοποίησε τον Λόγο του Θεού σαν νυστέρι, επεμβαίνοντας ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται το πρόβλημα.
Ο Paker συνοψίζει, την προσέγγισή του Lloyd Jones: «Πάντα κατευθυνόταν στο μεγαλύτερο βάθος, στη μεγαλύτερη ωριμότητα, στο μεγαλύτερο ανάστημα των αγίων. Και είδε ότι ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν να μεταφέρει την αλήθεια της Βίβλου- αυτό το είδος της πίστης στον Θεό που είναι ενσαρκωμένη στους Βιβλικούς χαρακτήρες- μέσα στη προσωπική ύπαρξη της συνάθροισης της εκκλησίας.»
Χάρη μέσα στην φωτιά
Η σπουδαία σοφία του Ουαλλού αυτού αποδείχθηκε από τα έργα του, παρότι δεν εμφανίστηκε στο μικρό διάστημα. Οι βόμβες έπεφταν στο Λονδίνο, για 57 συνεχόμενες ημέρες. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους υπόγειους και στα καταφύγια, όλοι προσπαθούσαν να φύγουν από αυτήν την πολιορκημένη πόλη. Από το εκκλησίασμα του Westminster το οποίο αριθμούσε πάνω από 2000 μέλη, μόνο μερικές εκατοντάδες έμειναν με σθένος, εκείνα τα χρόνια στο Λονδίνο, κάτω από το στόχαστρο των Γερμανών.
Σε μια συνάθροιση το καλοκαίρι του 1944, μια βόμβα εξερράγη μερικά μέτρα μακριά από την αυλή της εκκλησίας, μια λευκή σκόνη από τα συντρίμμια κάλυψε τα πάντα στο εκκλησίασμα. Παρόλα αυτά μια γυναίκα, όταν άνοιξε τα μάτια της μετά από αυτό το εκκωφαντικό τράνταγμα της βόμβας, νόμισε πως όλο το εκκλησίασμα βρισκόταν στον ουρανό!
Η φήμη του Lloyd Jones ως ενός ανθρώπου με σοφία και (όχι ασήμαντα) με κουράγιο στο να παρακινήσει τους ανθρώπους εκείνες τις σκληρές μέρες των βομβαρδισμών, εξαπλώθηκε μετά τον πόλεμο. Μέχρι το 1948, είχαν επιστρέψει στην συνάθροιση 1,400 πιστοί και στις συναθροίσεις του 1951, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Εκατονταετίας για την Έκθεση της Βίβλου, η εκκλησία έφτασε σε χωρητικότητα 2,500 ανθρώπους.
Όλοι γνώριζαν πως σε καιρούς ειρήνης, όπως και σε καιρούς κρίσης, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από έναν σοφό ερμηνευτή, που γνωρίζει την Βίβλο και την ανθρώπινη καρδιά, και κάνει το ένα να μιλά στο άλλο καθαρά και με ισχύ.
Άρθρο : https://www.christianitytoday.com/pastors/2004/winter/6.39.html